λίχνος

From LSJ
Revision as of 05:58, 31 October 2023 by Spiros (talk | contribs)

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίχνος Medium diacritics: λίχνος Low diacritics: λίχνος Capitals: ΛΙΧΝΟΣ
Transliteration A: líchnos Transliteration B: lichnos Transliteration C: lichnos Beta Code: li/xnos

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον E.Hipp.913,
A gluttonous, X.Mem.1.2.2, Pl.R. 354b, Plb.3.57.7, Gal.6.716; τὰ περὶ τὴν τροφὴν λίχνοι Clitarch. 1 J.: c. gen., τῶν ἐν διαίτῃ ποικιλμάτων Epicur.Sent.Vat.69: metaph., λ. τὴν ψυχήν Pl.R. 579b: Comp. λιχνότερος Sophr.62: Sup. λιχνότατος Arist.HA594a6.
2 metaph., curious, inquisitive, E. l. c.; ὄμματα λ. Call.Fr.107, AP12.106 (Mel.); lewd, Crates Theb.4: c. gen., curious after, τοῦ κεκρυμμένου E.Fr.1063.8; c. inf., λ. εἰμὶ καὶ τὸ πεύθεσθαι Call.Fr.98d.
II of things, luxurious, appetizing, ὄψα, ἐδέσματα, Gal.Anim.Pass.6.

German (Pape)

[Seite 55] auch 2 Endgn (von λείχω, eigtl. leckend), naschend, naschhaft; Plat. Rep. I, 354 b; τὴν ψυχήν, IX, 579 b; Xen. Mem. 1, 2, 2; Sp., auch subst., Leckermaul, Pol. 3, 57, 7. – Auch übertr. auf andere Sinne, ὄμμα, lüstern, Mel. 39 (XII, 106); vgl. Callim. frg. 107; Ael. bei Suid.; τοῦ κεκρυμμένου, Men. bei Stob. 74, 27. – Adv., λίχνως, Sp.

French (Bailly abrégé)

η, poét. ος, ον :
I. gourmand, friand (propr. lécheur);
II. fig. 1 avide, qui convoite;
2 curieux.
Étymologie: R. Λιχ, lécher ; v. λείχω.

Russian (Dvoretsky)

λίχνος: IIлакомка, обжора Plat., Polyb., Plut.
3, редко
1 любящий покушать, падкий на лакомые блюда, преданный обжорству Xen.;
2 жадный: λ. τὴν ψυχήν Plat. обуреваемый жадностью;
3 любознательный, пытливый (ἡ καρδία Eur.): τοῦ κεκρυμμένου λ. Men. стремящийся узнать скрытое.

Greek (Liddell-Scott)

λίχνος: -η, -ον, ὡσαύτως ος, ον, (√ΛΙΧ, λείχω) «λιχούδης», «λείξουρος», λαίμαργος, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 2, Πλάτ. Πολ. 354Β· λ. τὰ περὶ τὴν τροφὴν Κλείταρχ. παρ’ Ἀθην. 148Ε· - μεταφ., λ. τὴν ψυχὴν Πλάτ. Πολ. 579Β· - λίχνος, ὁ, λαίμαργος ἄνθρωπος, Πολύβ. 3. 57, 7· - συγκρ. -ότερος, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 89Α· ὑπερθ. -ότατος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 4, 1, 2) μεταφ., περίεργος, Εὐρ. Ἱππ. 913· λ. ὄμμα Καλλ. Ἀποσπ. 107, Ἀνθ. Π. 12, 106· μετὰ γεν., περίεργος εἴς τι, τοῦ κεκρυμμένου Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, πολυδάπανος, ὀρεκτικός, βρώματα Κλήμ. Ἀλ. 170 ζωὴ ὁ αὐτ. 169.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM λίχνος, -η, -ον, θηλ. και -ος)
αυτός που του αρέσουν πολύ τα εκλεκτά φαγητά, λαίμαργος, λειχούδης (α. «οἱ λίχνοι τοῦ αἰεὶ παραφερομένου ἀπογεύονται ἁρπάζοντες», Πλάτ.
β. «λίχνῳ ὄντι αὐτῷ τὴν ψυχήν», Πλάτ.)
αρχ.
1. μτφ. περίεργος, άπληστος (α. «ἡ γὰρ ποθοῦσα πάντα καρδία κλύειν κἀν τοῖς κακοῖσι λίχνος οὖσ' ἁλίσκεται», Ευρ.
β. «λίχνος εἰμὶ καὶ τὸ πεύθεσθαι», Καλλ.)
2. μτφ. ασελγής
3. (για πράγματα ή φαγητά) α) εκλεκτός, ορεκτικός
β) δαπανηρός, πολυτελής.
επίρρ...
λίχνως (AM)
με λαιμαργία, με αδηφαγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λιχ- (μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας λειχ- του ρήματος λείχω «γλείφω») + επίθημα -νος (πρβλ. λάγνος, λύχνος)].

Greek Monotonic

λίχνος: -η, -ον, επίσης -ος, -ον (λείχω
1. λιχούδης, λαίμαργος, σε Ξεν., Πλάτ.
2. μεταφ., περίεργος, σε Ευρ.

Middle Liddell

λίχνος, η, ον λείχω
1. dainty, lickerish, greedy, Xen., Plat.
2. metaph. curious, Eur.

English (Woodhouse)

gluttonous, inquisitive

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=λαίμαργος). Ἀπό το λείχω (=γλύφω), ὅπου δές για περισσότερα παράγωγα.

Translations

Albanian: hamës; Arabic: نَهِم‎, شَرِه‎; Armenian: որկրամոլ; Bulgarian: ненаситен, чревоугоднически; Catalan: golós; Chinese Cantonese: 為食, 为食; Mandarin: 貪嘴, 贪嘴, 暴食的, 饞, 馋; Czech: nenasytný; Dutch: vraatzuchtig; Estonian: ablas, ahne; Finnish: ahnas; French: glouton, gourmand, goulu; Friulian: golôs; Galician: comellón, lambón, lambaz, galdrumeiro; German: gefräßig, unersättlich; Greek: λαίμαργος; Ancient Greek: γαστρίμαργος, λαίμαργος, λίχνος, ἀδηφάγος; Japanese: 飽くなき; Kabuverdianu: laskadu, guloze, gulós; Latin: edax, gulosus, lurcinabundus; Maori: pukukai, homanga, honekai, pūkino; Portuguese: guloso; Romanian: mâncăcios; Russian: прожорливый, ненасытный; Scottish Gaelic: craosach, gionach; Spanish: glotón, goloso; Turkish: obur