περίβλημα

From LSJ
Revision as of 10:03, 27 January 2024 by Spiros (talk | contribs)

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίβλημα Medium diacritics: περίβλημα Low diacritics: περίβλημα Capitals: ΠΕΡΙΒΛΗΜΑ
Transliteration A: períblēma Transliteration B: periblēma Transliteration C: perivlima Beta Code: peri/blhma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A garment, Arist.Pr.870a27, LXX Nu.31.20, Democr.Eph.1; as name of a particular garment, PCair.Zen.92.2 (iii B.C.); = Lat. palla, Glossaria; τὰ ἐν Διονύσου π. actors' robes, Max.Tyr.7.10; π. σαρκῶν Ph.1.281; of a membrane, Gal.UP7.3.
II = περίβολος II.2, Ph.2.148; enceinte, fortification, Pl.Plt. 288b.

German (Pape)

[Seite 570] τό, Alles, was man umwirft, Umhüllung, Bedeckung; Plat. Polit. 288 b; περσικά, Ath. XII, 525 d.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίβλημα -ατος, τό [περιβάλλω] versterkte omheining.

Russian (Dvoretsky)

περίβλημα: ατος τό
1 покров, оболочка Arst.;
2 стена (γήϊνα περιβλήματα καὶ λίθινα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

περίβλημα: τό, ὃ περιβάλλεταί τις, ὡς τὸ περιβόλαιον (ὃ ἴδε), Πλάτ. Πολιτ. 288Β, πρβλ. Δημόκριτ. Ἐφέσιον παρ’ Ἀθην. 525D. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 144.

Greek Monolingual

το, ΝΑ περιβάλλω
νεοελλ.
1. οτιδήποτε περιβάλλει, περικαλύπτει σκεπάζει, ολοκληρωτικά γύρω γύρω κάτι άλλο, περικάλυμμα, επένδυμα (α. «περίβλημα από μέταλλο» β. «περίβλημα από δέρμα»)
2. τεχνολ. κάλυμμα που έχει ως προορισμό τη θερμική προστασία ενός χώρου
3. κάλυμμα που σκεπάζει δακτυλιοειδή χώρο γύρω από τον κύλινδρο της ατμομηχανής στον οποίο κυκλοφορεί ο ατμός του λέβητα
4. φρ. «περίβλημα πλοίου»
ναυτ. εξωτερική επικάλυψη ενός σκάφους από επηγκενίδες ή μεταλλικά ελάσματα ώστε να εξασφαλιστεί η στεγανότητα του πλοίου
5. βοτ. άλλη ονομασία του θεμελιώδους μεριστώματος
αρχ.
1. αυτό με το οποίο περιβάλλει κανείς το σώμα του, ένδυμα («πολυτελέστατον ἐν τοῖς περσικοῖς περιβλήμασιν», Δημόκρ.)
2. ονομασία ιδιαίτερου ενδύματος
2. μεμβράνη
3. περιφραγμένος χώρος
4. περιτοίχισμα, οχύρωμα
5. φρ. «τὰ ἐν Διονύσου περιβλήματα» — τα κοστούμια τών ηθοποιών (Μάξ. Τυρ.).

Translations

fortification (structure)

Arabic: مَعْقِل‎; Armenian: ամրություն; Azerbaijani: istehkam; Bulgarian: укрепления; Catalan: fortificació; Chinese Mandarin: 防禦工事/防御工事, 工事, 堡壘/堡垒; Czech: pevnost, opevnění; Dutch: vesting; Esperanto: fortikaĵo; Finnish: linnoite, linnoitus; French: fortification, renforcement; Galician: fortificación; German: Festung, Fort; Greek: οχύρωμα; Ancient Greek: ἀποτείχισμα, ἐπιτείχισμα, ὀχύρωμα, παρατείχισμα, περίβλημα, περιοχή, προανατείχισμα, τείχισμα, τεῖχος, τείχωμα, φραγμός, φύλαγμα; Italian: fortificazione; Latin: munitio, munimentum; Macedonian: утврдувања; Malay: perkubuan; Maori: pare, papare, tūwatawata; Norman: fortificâtion; Norwegian Bokmål: festningsanlegg; Nynorsk: festningsanlegg; Old Persian: استحکامات‎; Polish: fortyfikacja, umocnienie; Portuguese: fortificação; Romanian: fortificație, fortăreață; Russian: укрепления; Spanish: fortificación; Swedish: befästning, fortifikation; Turkish: tahkimat