ἀπερινόητος

From LSJ
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπερῐνόητος Medium diacritics: ἀπερινόητος Low diacritics: απερινόητος Capitals: ΑΠΕΡΙΝΟΗΤΟΣ
Transliteration A: aperinóētos Transliteration B: aperinoētos Transliteration C: aperinoitos Beta Code: a)perino/htos

English (LSJ)

ἀπερινόητον,
A incomprehensible, v.l. in S.E.P.2.70, Ph. 1.581, Dam.Pr.4, PMag.Par.1.1138.
2 inconceivable, i.e. indefinitely short, χρόνος Epicur.Ep.1p.10U.
II unintelligent, Eust. 644.43.
III Adv. ἀπερινοήτως = inadvisedly, Plb.4.57.10.
2 inperceptibly, S.E.P.3.145 codd.

Spanish (DGE)

(ἀπερῐνόητος) -ον
I 1imperceptible χρόνος Epicur.Ep.[2] 46.
2 incomprensible σχῆμα κόσμου PMag.4.1138, cf. Dam.Pr.4, del Verbo divino, Ph.1.581, Ep.Diog.1.2, de Dios, Clem.Al.Ecl.21, del Hijo A.Io.77.
3 ininteligible ἀ. γίνεται τὸ λεγόμενον Chrys.M.59.53, cf. Isid.Pel.Ep.M.78.509A.
II que no entiende, incapaz de entender γλῶσσα Eust.644.43, c. gen. ψυχὴ ... ἀ. δὲ τοῦ πατρός Athenag.Leg.27.2.
III adv. ἀπερινοήτως
1 incomprensiblemente de la generación del Hijo de Dios ἐγεννήθη δὲ ... ἀ. Ath.Al.M.25.201B, ὁ δὲ ἐκ τοῦ ὄντος ἀ. προελθών Cyr.Al.M.73.925C, cf. Apol.Orient.11.
2 irreflexivamente, poco inteligentemente οἱ δὲ παρεισπεσόντες ἀ. Plb.4.57.10.

German (Pape)

[Seite 288] unbegreiflich, Sext. Emp.; adv. ἀπερινοήτως, unversehens, Pol. 4, 57, 10.

Russian (Dvoretsky)

ἀπερινόητος: непонятный, непостижимый Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερινόητος: -ον, ἀκατανόητος, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 70, Φίλων 1. 581. ΙΙ. ὁ χυδαῖος, Εὐστ. 644. 43. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -τως, ἀπροσδοκήτως, Πολύβ. 4. 57, 10.

Greek Monolingual

ἀπερινόητος, -ον (AM)
εκείνος που δεν είναι δυνατόν να γίνει νοητός, ο ασύλληπτος
μσν.
αυτός που δεν καταλαβαίνει, που δεν μαθαίνει κάτι, αμαθής
αρχ.
1. μη κατανοητός
2. (για χρόνο) πολύ σύντομος, ανεπαίσθητος.

Léxico de magia

v. σχῆμα

Translations

incomprehensible

Albanian: pakuptueshëm; Armenian: անհասկանալի; Belarusian: незразумелы; Bulgarian: неразбираем, непонятен; Catalan: incomprensible; Chinese Mandarin: 難以理解的/难以理解的, 費解的/费解的; Czech: nesrozumitelný; Danish: uforståelig, ubegribelig; Dutch: onbegrijpelijk; Finnish: käsittämätön, ei ymmärrettävä, siansaksa, heprea; French: incompréhensible; Galician: incomprensible; Georgian: გაუგებარი, გონებისთვის მიუწვდომელი; German: unverständlich, unbegreiflich, unfassbar; Greek: ακατανόητος; Ancient Greek: ἀάσχετος, ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄδεκτος, ἀδιανόητος, ἀζήτητος, ἀκατάλημπτος, ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος, ἀκράτητος, ἀκριτόφωνος, ἄληπτος, ἀμήχανος, ἀνεξερεύνητος, ἀνεξιχνίαστος, ἀνερμήνευτος, ἀξύνετος, ἀπαρακολούθητος, ἀπερίβλεπτος, ἀπερίδρακτος, ἀπερίληπτος, ἀπερινόητος, ἄσημος, ἄσκοπος, ἀσύμβλητος, ἀσύνετος, ἄσχετος, ἄφραστος, ἄφωνος, ἀχώρητος, βαθύγλωσσος, βαθύχειλος, δύσγνωστος, δυσδιανόητος, δυσεπινόητος, δυσκατανόητος, δυσλόγιστος, δυσξύμβλητος, δυσξύνετος, δυσσύνετος, σκοτεινός; Hungarian: érthetetlen, megfoghatatlan, felfoghatatlan; Italian: incomprensibile; Japanese: 不可解な, 理解できない; Norwegian Bokmål: ubegripelig, ubefattelig; Nynorsk: ubegripeleg; Occitan: incompreensible; Plautdietsch: onbejrieplich; Polish: niezrozumiały; Portuguese: incompreensível; Russian: непонятный, непостижимый, невразумительный; Scottish Gaelic: do-thuigsinneach; Spanish: incomprensible; Swedish: obegriplig, ofattbar; Tagalog: di-matingkala; Turkish: anlaşılmaz; Ukrainian: незрозумі́лий