φονικός

From LSJ
Revision as of 14:23, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φονικός Medium diacritics: φονικός Low diacritics: φονικός Capitals: ΦΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: phonikós Transliteration B: phonikos Transliteration C: fonikos Beta Code: foniko/s

English (LSJ)

φονική, φονικόν,
A inclined to slay, murderous, γένος φονικώτατον Th.7.29, cf. Pl.Phdr.252c, D.S.18.33, J.BJ2.21.1 (Sup.), Ael.VH14.41 (Comp.), Hierocl. in CA11p.440M., etc.; φ. ἀδίκημα blood-guiltiness, Lycurg.52; τὸ φ. a murderous disposition, Ael.VH2.17, 6.8; οἱ φονικώτατοι (sc. πυρετοί) most malignant, Hp.Judic.7. Adv. φονικῶς Demetr.Lac.Herc.1014.37, Poll.6.192; πολεμεῖν Polyaen.4.3.30: Comp. φονικώτερον J.BJ4.9.10; -ωτέρως Lyd. Ost.56.
II of murder or homicide, φ. δίκαι trials for homicide, Antipho 4.1.1, Arist.Pol.1275b10; φ. νόμοι laws respecting homicide, D.9.44, 21.43; φ. δικαστήριον Arist.Pol.1300b24; τὰ φ. murderous acts, homicides, Isoc.4.40, Arist.Pol.1269a1, 1274b24.

German (Pape)

[Seite 1298] 1) den Mord betreffend, sich auf den Mord beziehend; δίκαι Antiph. 4 α 1; περὶ τῶν φονικῶν ἐγκαλεῖν Isocr. 4, 40. – 2) zum Morde geneigt; Thuc. 7, 29; Plat. Phaedr. 252 c; γυνή Plut. Thes. 9; τὸ φονικόν Mordlust, Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne le meurtre, l'assassinat : φονικοὶ νόμοι DÉM lois concernant le meurtre ; τὰ φονικά ISOCR actes homicides;
2 porté au meurtre, sanguinaire, cruel ; τὸ φονικόν ÉL dispositions sanguinaires.
Étymologie: φόνος.

Russian (Dvoretsky)

φονικός:
1 касающийся убийства (δίκαι Arst.; νόμοι Dem.);
2 любящий убивать, кровожадный (τὸ τῶν Θρᾳκῶν γένος Thuc.; Ἄρεος θεραπυταί Plat.; γυνή Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

φονικός: -ή, -όν, (φόνος) ῥέπων πρὸς φόνον, αἱμοχαρής, αἱματηρός, γένος φονικώτατον Θουκ. 7. 29, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 252C, Διόδ. 18. 33, Αἰλ. κλπ.· φ. ἀδίκημα Λυκοῦργ. 154. 29· τὸ φονικόν, διάθεσις πρὸς φόνον, φονικὴ διάθεσις, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 17, κλπ. ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς φόνον ἢ ἀνθρωποκτονίαν, φ. δίκαι Ἀντιφῶν 125. 19, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 10· φ. νόμοι, περὶ ἀνθρωποκτονίας πραγματευόμενοι, Δημ. 122. 13, 528. 6, κλπ.· φ. δικαστήριον Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 16, 2· τὰ φονικά, πράξεις φονικαί, δολοφονίαι, φόνοι, ἀνθρωποκτονίαι, Ἰσοκρ. 48C, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 20., 2. 12, 14· ὡσαύτως, τὸ φονικὸν αὐτόθι 4. 16, 2. ― Ἐν χρήσει μόνον παρὰ τοῖς πεζολόγοις, ἴδε τὸ ἑπόμενον.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φονικός, -ή, -όν, ΝΑ φόνος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φόνο ή στον φονιά
2. αυτός που επιφέρει θάνατο (α. «φονικό όπλο» β. «φονικὸν φάρμακον», Πολυδ.)
3. (το ουδ. ως ουσ., στην αρχ. στον πληθ.) το φονικό και τὰ φονικά
ο φόνος, οι φόνοι
αρχ.
1. επιρρεπής σε δολοφονίες, αιμοχαρής
2. το ουδ. ως ουσ. διάθεση για διάπραξη φόνου.
επίρρ...
φονικώς / φονικῶς, ΝΑ, και φονικά Ν
με φονικό τρόπο, με φόνο, με σκοτωμό.

Greek Monotonic

φονικός: -ή, -όν (φόνος
I. αυτός που ρέπει στο φόνο, δολοφονικός, αιμοβόρος, αιμοδιψής, σε Θουκ., Πλάτ.
II. αυτός που ανήκει σε φόνο ή σε ανθρωποκτονία, σε Δημ.· τὰ φονικά, δολοφονικές πράξεις, φόνοι, ανθρωποκτονίες, σε Ισοκρ.

Middle Liddell

φονικός, ή, όν φόνος
I. inclined to slay, murderous, bloody, sanguinary, Thuc., Plat.
II. of murder or homicide, φ. δίκαι trials for homicide, Arist.; φ. νόμοι laws respecting homicide, Dem.; τὰ φ. murderous acts, murder, homicide, Isocr.

English (Woodhouse)

blood thirsty

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

murderous

Arabic: قَتُول‎; Aramaic Classical Syriac: ܩܛܘܠܐ‎; Armenian Old Armenian: մարդասպան; Catalan: assassí; Czech: vražedný; Dutch: moordzuchtig; Esperanto: murda, murdema; Finnish: murhaava, murhanhimoinen; French: meurtrier; Georgian: სასიკვდილო; German: mörderisch; Greek: δολοφονικός, φονικός; Ancient Greek: ἀνθρωποκτόνος, ἀνδροθνής, ἀκρόχειρος, βροτοκτόνος, ἀνδροκμής, αὐτόχειρ, αὐθέντης, ἀνδροδάικτος, φονικός; Hungarian: gyilkos; Italian: letale, micidiale, mortale, omicida, omicidiario; Latin: internecivus; Latvian: slepkavīgs; Malayalam: കൊലപാതക; Middle English: dedly; Norwegian Bokmål: morderisk; Nynorsk: mordarisk; Romanian: asasin, ucigaș, ucigător; Russian: кровавый; Sanskrit: हिंस्र; Serbo-Croatian Cyrillic: у̏битачан, у̀бојит; Roman: ȕbitačan, ùbojit; Spanish: asesino, homicida; Swedish: mordisk; Yiddish: מערדעריש‎, רציחהדיק‎, רצחניש‎

Lexicon Thucydideum

caedis avidissimus, most eager for slaughter, 7.29.4.