χρώζω

From LSJ
Revision as of 10:58, 21 September 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

German (Pape)

[Seite 1383] = χροΐζω, u. χρώζομαι, 1) die Oberfläche eines Körpers berühren, bestreichen, übh. berühren, anrühren; τὰ γόνατα Eur. Phoen. 1619; μάτην κεχρώσμεθα κακοῦ πρὸς ἀνδρός Med. 497. – 2) der Oberfläche Farbe mitteilen, abfärben; ὑπὸ τοῦ ἡλίου κεχρωσμένοι Luc. Anach. 25; u. übh. = anstecken, Sp.

Russian (Dvoretsky)

χρώζω: и χρῴζω
1 прикасаться: γόνατά τινος χ. Eur. припадать к чьим-л. коленям; κεχρώσμεθα (pl. = sing.) πρὸς ἀνδρός Eur. этот человек обнимал мои колени;
2 окрашивать (χρωσθῆναι χρώματί τινι Plat.): (ὁ κεραυνὸς) ἔχρωσε μέν, ἔκαυσε δ᾽ οὔ Arst. молния окрасила (т. е. опалила), но не обожгла; ὑπὸ ἡλίου κεχρωσμένοι Luc. опаленные солнцем, т. е. загорелые.

Greek (Liddell-Scott)

χρώζω: μεταγεν, χρώννῡμι, -ύω (ἃ ἴδε)· μέλλ. χρώσω· - ἀόρ. ἔχρωσα κλπ.· - πρκμ. κέχρωκα (ἐπι-) Πλούτ. 2. 395Ε. - Παθ., μέλλ. χρωσθήσομαι, Γαλην.· - ἀόρ. ἐχρώσθην Πλάτ. Θεαίτ. 156Ε, κλπ.· κέχρωμαι Ἱππ. 1215Ε, ἴδε κατωτ. Ὡς τὸ χρωΐζω, ἐγγίζω, ψαύω τὴν ἐπιφάνειάν τινος σώματος καὶ καθόλου, ἐγγίζω, ψαύω, γόνατα μὴ χρώζειν ἐμὰ Εὐρ. Φοίν. 1625. ΙΙ. μεταδίδωμί τι διὰ ψαύσεως, τὸ καλὸν … χρῶμα χρώζομεν, Ἀλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 1. 9· - ἐντεῦθεν, 2) χρωματίζω, ἔχρωσε μέν, ἔκαυσε δ’ οὔ Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1. 10, κλπ. - Παθ., ὁ αὐτ. π. Χρωμάτ. 6. 6. Μετεωρ. 4. 4, 25, κ.ἀλλ.· ὑπὸ τοῦ ἡλίου Λουκ. Ἀνάχ. 35· κεστρεὺς χρωσθείς, κοκκινισθεὶς ἐν τῷ τηγανίῳ, τηγανισθείς, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 11. 3) κηλιδώνω, μιαίνω, αἵματι παλάμαν Ἀνθολ. Πλαν. 138· μεταφορ., μάτην κεχρώσμεθα κακοῦ πρὸς ἀνδρὸς Εὐρ. Μήδ. 497.

Greek Monolingual

ΜΑ, και χροΐζω και ποιητ. τ. χροιίζω Α χρόα / χροιά
1. αγγίζω, ψηλαφώ, χαϊδεύω
2. χρωματίζω, προσδίδω χρώμα σε μια επιφάνεια (α. «λευκὸν ἢ μέλαν ἢ κοινῶς κεχρωσμένον», Σέξτ. Εμπ.
β. «τὸ χρῶζον ἡμῶν τὰ σώματα φυσικῶς», Αριστοτ.)
αρχ.
1. χρησιμοποιώ χρώμα για να επαλείψω μια επιφάνεια
2. μολύνω, μιαίνω.

Middle Liddell

[χράω1]
I. to touch the surface of a body, and generally, to touch, γόνατα μὴ χρώζειν ἐμά Eur.
II. to tinge, stain, χρωσθεὶς ὑπὸ τοῦ ἡλίου Luc.
2. to defile, Anth.: metaph. in Pass., κεχρώσμεθα κακοῦ πρὸς ἀνδρός Eur.

Mantoulidis Etymological

(=ἀγγίζω, χρωματίζω, μολύνω). Ἀπό τό οὐσ. χρώς, χρωτός, ὁ (=ἐπιδερμίδα, δέρμα) πού παράγεται ἀπό τό χραύω (=ξύνω) καί εἶναι συγγενικό μέ τό χροιά. Θέμα χρωτ + jω = χρώζω καί χρώσ+νυ+μι = χρώννυμι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χρῶμα, χρωματίζω (=βάφω), χρωματικός, χρῶσις, ἀπόχρωσις, χρωστήρ, χρωτίζω, χρωματισμός, ἀχρωμάτιστος.

Translations

touch

Albanian: prek; Arabic: لَمَسَ‎; Gulf Arabic: جاس‎; Moroccan Arabic: قاس‎; Armenian: դիպչել, կպնել, շոշափել, ձեռք տալ; Assamese: চু, ছু; Asturian: tocar; Azerbaijani: toxunmaq, dəymək; Basque: ukitu; Belarusian: кранаць, крануць, датыкацца, даткнуцца; Belizean Creole: toch; Bengali: ধরা, লাগা; Bulgarian: докосвам се, докосна се, допирам се, допра се; Burmese: ထိ; Catalan: tocar; Cherokee: ᎠᏒᏂᎭ; Chinese Mandarin: 接觸, 接触, 觸摸, 触摸, 摸, 觸, 触; Min Dong: 撞; Chuukese: attapa; Crimean Tatar: toqunmaq; Czech: dotýkat se, dotknout se; Danish: røre, berøre; Dutch: aanraken, beroeren, raken; Esperanto: tuŝi; Estonian: puudutama; Farefare: kalʋm; Faroese: nema við; Finnish: koskea, koskettaa, kosketella; French: toucher; Friulian: tocjâ, točhâ; Galician: tocar, tanguer; Georgian: შეხება; German: anfassen, berühren; Gothic: 𐍄𐌴𐌺𐌰𐌽; Greek: αγγίζω; Ancient Greek: ἀποθιγγάνω, ἅπτεσθαι, ἅπτομαι, ἀφάσσω, ἀφάω, διαψαύω, ἐπαυρίσκω, ἐπιθιγγάνω, ἐπικύρω, ἐπιμαίομαι, ἐπιψαύειν, ἐπιψαύω, ἐπιψηλαφάω, ἐφάπτεσθαι, ἐφάπτομαι, θιγγάνειν, θιγγάνω, καθάπτω, καθικνέομαι, καθικνοῦμαι, κατάπτω, καταψάω, μάσσω, μάττω, περιψαύω, ποτιψαύειν, ποτιψαύω, προσάπτω, προσθιγγάνειν, προσθιγγάνω, προσχρίμπτω, προσψαύειν, προσψαύω, συκάζω, συμψαύω, χραύω, χροΐζω, χρώζειν, χρώζω, χρῴζω, ψαύειν, ψαύω, ψηλαφάω, ψηλαφεῖν, ψηλαφέω, ψηλαφίζω, ψηλαφῶ; Gujarati: અડવું; Haitian Creole: manyen, touche; Hebrew: נָגַע‎; Hindi: छूना; Hungarian: érint, megérint, hozzányúl, hozzáér, tapint, megtapint, érintkezik, összeér, ér; Iban: megai; Icelandic: snerta, koma við; Ido: tushar; Indonesian: menyentuh, menyinggung; Irish: bain do, bain le; Italian: toccare; Japanese: 触る, 触れる, 接触する; Kabuverdianu: palpa, palpá; Kambera: ràma; Kazakh: жанасу, тию; Khmer: ប៉ះ, ពាល់; Korean: 닿다, 만지다; Kurdish Central Kurdish: دەست لێدان‎; Northern Kurdish: dest lê dan; Kyrgyz: тийүү; Lao: ຈັບຕ້ອງ, ບາຍ, ແຕະຕ້ອງ; Latgalian: dūrtīs; Latin: tango, taxo; Latvian: skart; Lithuanian: liesti, paliesti; Low German: anraken, berören; Macedonian: допира, допре; Malay: menyentuh; Malayalam: സ്പർശിക്കുക, തൊടുക; Maltese: mess; Maori: whakapā, pā; Mongolian Cyrillic: барих; Norman: touchi; Norwegian Bokmål: berøre; Nyunga: bakiny, bakiny; Occitan: tocar, tochar; Old English: hrīnan; Oromo: tuquu; Ossetian: ныдзӕвын; Pashto: لمسول‎, بلېسول‎; Persian: پرماسیدن‎, زدن‎, لمس کردن‎; Polish: dotykać, dotknąć; Portuguese: tocar; Quechua: llamkhay; Romanian: atinge; Romansch: tutgar, tuccar, tutgear, tutgier, tucher, tocker; Russian: трогать, тронуть, дотрагиваться, дотронуться, касаться, коснуться, прикасаться, прикоснуться; Sardinian: apodhicare, apoddicare, apodhigai, apodighare, podhicare, tocae, tocai, tocare, togare; Serbo-Croatian Cyrillic: дирати, та̀кнути; Roman: dírati, tàknuti; Sicilian: tuccari; Slovak: dotýkať sa, dotknúť sa; Slovene: dotikati se, dotakniti se; Somali: taabasho; Spanish: tocar; Swahili: kugusa; Swedish: röra, beröra, ta på, tuscha, toucha; Tajik: ламс кардан, даст задан; Tatar: тиергә; Telugu: స్పర్శ అంటుకొను, తాకు, ముట్టుకొను; Thai: แตะ, สัมผัส, แตะต้อง, จับ; Tocharian B: täk-; Turkish: dokunmak, ellemek, değmek; Turkmen: degmek, ellemek; Tuvan: дээр; Ukrainian: доторкатися, доторкнутися, торкати, торкнути, торкатися, торкнутися; Urdu: چھونا‎; Uyghur: تېگىشمەك‎; Uzbek: tegmoq; Venetian: tocar; Vietnamese: sờ, rờ, chạm, động, đụng; Walloon: djonde; Yiddish: טאַפּן‎, באַטאַפּן‎, נוגע זײַן‎, אָנרירן‎, צורירן‎, באַרירן‎, פֿינגערן‎, טשעפּן זיך‎