Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μήκων

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → Silentiumque sapienti est responsio → Denn Schweigen ist für Weise deutlicher Bescheid

Menander, Monostichoi, 222
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήκων Medium diacritics: μήκων Low diacritics: μήκων Capitals: ΜΗΚΩΝ
Transliteration A: mḗkōn Transliteration B: mēkōn Transliteration C: mikon Beta Code: mh/kwn

English (LSJ)

Dor., Arc. μάκ-, Theoc.7.157, IG5(2).514.16 (Lycosura, ii B. C.): ωνος, ἡ (ὁ Arist. (v. infr. 11.2), Polem.Hist.88, Polyaen.8.6.1):—

   A poppy, esp. opium poppy, Papaver somniferum, μήκων δ' ἑτέρωσε κάρη βάλεν ἐνὶ κήπῳ Il.8.306, cf. Ar.Av.160, Thphr.HP1.12.2 (s. v.l.), Theoc.l.c.; μάκωνσι λευκαῖς IGl.c.; μ. ἥμερος, κηπευτή, Dsc. 4.64, Gal.6.548; μ. Ἡρακλεία frothy poppy, Silene venosa, Thphr.HP 9.12.5; μ. ἀφρώδης Dsc.4.66; μ. κερατῖτις horned poppy, Glaucium flavum, Thphr.HP9.12.3, Dsc.4.65 (but = λεοντοπέταλον, Ps.-Dsc. 3.96); μ. μέλαινα corn poppy, Papaver Rhoeas, Thphr.HP9.11.9, Dsc. 4.64 (μέλας Ps.-Dsc.ibid.); μ. ῥοιάς P. hybridum, Thphr.HP9.12.4, Dsc.4.63; μ. ἀγρία, = μ. μέλαινα, ib.64; μ. ἀγριωτέρα windrose, Papaver argemone, ibid.    2 a single poppy-seed, Archim.Aren.2.4; collectively, μ. ἁδρά Hp.Mul.2.192; μ. μεμελιτωμένη Th.4.26; ὀπὸς μήκωνος opium, Asclep. ap. Gal.14.138, etc.    3 poppy-head, Thphr. HP4.8.10: as an architectural ornament, Paus.5.20.5.    II quasiliver of testaceous animals (ὀστρακηρά), Arist.HA530a15, 547a16.    2 ink-bag of the cuttle-fish, Id.Fr.334 (masc.), Ael.NAap.Suid.    III a metallic sand, Poll.7.100.    IV the part of the ear at the root under the lobe, Id.2.86.    V μ. ἀφρώδης, = πέπλος, spurge, Dsc.4.167; so μ. alone, as a purgative, freq. in Hp., Mul.2.124, 192, al., Morb.3.16; ὀπὸς μήκωνος Mul.2.201; μ. alone, = τιθυμαλλίς, Dsc.4.164. (Etym. dub.; OHG. māgo, Germ. mohn, OSlav.makû are prob. borrowed.)

German (Pape)

[Seite 172] ωνος, ἡ, 1) der Mohn; Il. 8, 306. 14, 499; μήκωνα, Ar. Av. 160; Her. 2, 92; μήκωνα μεμελιτωμένην, Thuc. 4, 26; Theophr. u. Sp. Auch der Mohnkopf, sonst κώδεια, und der betäubende Mohnsaft, Opium, sonst μηκώνιον, werden zuweilen so genannt; μήκωνες λευκοί (also masc.), Polem. bei Ath. XI, 478 d; μέλαινα, Euphron. Ath. I, 7 e (v. 11.). – 2) bei Arist. H. A. 4, 4. 5, 15 u. öfter die Blase der Black- oder Dintenfische u. ähnlicher Schalthiere, in welcher sie der Dinte ähnlichen Saft haben; vgl. Ath. VII, 316 d, wo ὁ μήκων steht, u. Opp. Hal. 3, 157; αἱ τῆς πορφύρας μήκωνες, Ath. III, 87 d. – 3) ein Metallfand, Poll. 7, 27. – 4) bei Paus. 5, 20, 9 eine architektonische Verzierung, von der Aehnlichkeit mit einem Mohnkopfe.

Greek (Liddell-Scott)

μήκων: Δωρ. μάκων, ωνος, ἡ, ὁ «μᾶκος», ἡ «παπαροῦνα», μήκων δ’ ὡς ἑτέρωσε κάρη βάλεν, ὡς μήκων ἀπέκλινε πρὸς τὸ ἕτερον τὴν κεφαλήν, Ἰλ. Θ. 306, (ἔνθα λέγεται ὅτι ἦτο φυτὸν κηπαῖον), πρβλ. Ἡρόδ. 2, 92, Ἀριστοφ. Ὄρν. 160, Θεόκρ. 7. 157. 2) ἡ κεφαλὴ τοῦ φυτοῦ τούτου, ὡς τὸ κώδεια, Ἱππ. 645, 13, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 10· - ἐν χρήσει ὡς ἀρχιτεκτονικὸν κόσμημα, Παυσ. 5. 20, 5· - ἡ κεφαλὴ ἐχρησίμευεν ὡς τροφή, μ. μεμελιτωμένη Θουκ. 4. 26· - μήκωνος ὀπός, τὸ ὄπιον, Ἱππ. 670. 24, κτλ.· πρβλ. μηκώνιον. ΙΙ. τὸ περίττωμα τῶν ὀστρακηρῶν, δηλ. τῶν ὀστρακοδέρμων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 22 κἑξ., 5. 15, 10· ἡ μελανοφόρος κύστις τῆς σηπίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 315 (ἔνθα εἶναι ἀρσεν.), Αἰλ. παρὰ Σουΐδ. ΙΙΙ. μεταλλικὴ ἄμμος, Πολυδ. Ζ΄, 100. IV. τὸ ἐσωτερικὸν μέρος τοῦ ὠτός, αὐτόθι 2, 86 Bekk., ἔνθα κοινῶς μύκων. V. = πεπλίς, Διοσκ. 4. 168. (Πρβλ. Ἀρχ. Γερμ. mâg-o, κοινὰ Γερμ. mân (mohn)· Βοημ. màk.)

French (Bailly abrégé)

ωνος (ἡ, qqf ὁ)
pavot, plante.
Étymologie: μῆκος.

English (Autenrieth)

ωνος: poppy, Il. 8.306†.

Greek Monolingual

ο, η (Α μήκων, -ωνος, δωρ. τ. μάκων, ή)
αρχαία και λόγια ονομασία ορισμένων ειδών του γένους παπάβερ, το οποίο σήμερα είναι γνωστό με την κοινή ονομασία παπαρούνα και στο οποίο ανήκουν φαρμακευτικά και βιομηχανικά φυτά, με ναρκωτικές και άλλες ουσίες (α. «μήκωνῥοιάς» β. «μήκωνἀγρία» γ. «μήκων ή ύπνοφόρος»)
αρχ.
1. το φυτό τιθύμαλλος ή τιθυμαλλίς, κν. σήμερα γαλατσίδα
2. αρχιτεκτονικό κόσμημα όμοιο με τη μήκωνα κατά το σχήμα
3. η μελανοφόρος κύστη της σουπιάς και άλλων όμοιων μαλακίων
4. τα περιττώματα τών οστρακοδέρμων
5. είδος μεταλλικής άμμου
6. το εσωτερικό μέρος του αφτιού
7. φρ. α) «μήκωνος ὀπός» — το όπιο
β) «μήκων ἀφρώδης» — το φυτό πέπλος
γ) «μήκωνἀγρία» — η αγρεμώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μήκων (πρβλ. βλήχων) συνδέεται με ονόματα της γερμ. και σλαβ. τα οποία σημαίνουν «παπαρούνα» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. maho και mago, αρχ. σλαβ. makŭ κ.ά.). Η ποικιλία στη μορφή που παρατηρείται στους προηγούμενους τ. οδηγεί στην υπόθεση ότι πρόκειται για ανεξάρτητα δάνεια, πιθ. από κάποια μεσογειακή γλώσσα. Την υπόθεση αυτή ενισχύει το γεγονός ότι η παπαρούνα είναι μεσογειακό φυτό].