ἑτοῖμος
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
ον, also fem.
A ἑτοίμη Il.9.425, Hp.Art.66, -μᾱ S.El. 1079 (lyr.), etc.:—in v B. C. and later ἕτοιμος, η, ον, or ος, ον, cf. Hdn.Gr. 2.938:—at hand, ready, prepared, ὀνείαθ' ἑτοῖμα προκείμενα Od.14.453, etc.; τὶν δ' αἶνος ἑτοῖμος Pi.O.6.12; [τὰ κρέα] εἶχε ἕτοιμα Hdt.1.119, cf. 3.123; ἑτοιμοτάταν ἐπὶ δαῖτα Theoc. 13.63, cf. E. Cyc. 357 (lyr.); ἕ. χρήματα money in hand, Hdt.5.31; ἐξ ἑ. in ready money, POxy. 2106.23 (iv A.D.); ἕ. ἀεὶ παρακείμενον ἐκμαγεῖον Pl.Ti.72c; ἕ. ποιήσασθαι to make ready, Hdt.1.11; ὡς ἑτοῖμα ἦν Th.2.3; ἐπειδὴ αὐτῷ ἑ. ἦν ib.98; ἐξ ἑτοίμου at once and without hesitation, immediately, offhand, ἐξ ἑ. λαμβάνειν Isoc.5.96; ἐξ ἑ. ὑπακούειν X.Oec.14.3; ἐξ ἑτοιμοτάτου διώκειν Id.Cyr.5.3.57; ἐξ ἑ. φίλον εἶναι Id.Mem.2.6.16; γίνεται ταῦτα ἐξ -οτάτου are most likely to attack, Hp.Prog.24; ἐν ἑτοίμῳ ἐστί Epicur. Ep.3p.62U., cf. Theoc.22.61; ἐν ἑ. ἔχειν Plb.2.34.2, 2 Ep.Cor.10.6, etc.; ἑτοιμότερα γέλωτος λίβη tears that came more readily than... A.Ch.448; τὰ ἑ. that which is ready to hand, ἐπὶ τὰ ἑ. μᾶλλον τρέπονται Th.1.20; τὰ ἑ. βλάψαι ib. 70; τοῖς ἑ. περὶ τῶν ἀφανῶν . . κινδυνεύειν Id.6.9. 2 of the future, sure to come, certain, αὐτίκα γάρ τοι ἔπειτα μεθ' Ἕκτορα πότμος ἑ. Il.18.96; χώλωσις ἑτοίμη τοῖσι περιγινομένοισι Hp.Art.66; also, easy to be done, feasible, ἐπεὶ οὔ σφισιν ἥδε γ' ἑτοίμη (sc. μῆτις) Il.9.425; ἕ. [ἐστι] τὸ διαφθαρῆναι imminent, Plu.2.706c: c. inf., ἕ. μᾶλλόν [ἐστι] ἀπεχθάνεσθαι Pl.R.567a, cf. E.HF86; οὐ γάρ τι ἕ. μεταπεῖσαι it is not easy... Paus. 2.23.6. 3 of the past, carried into effect, realized, ταῦτα ἑ. τετεύχαται Il.14.53; ἠδ' ἄρ' ἑτοῖμα τέτυκτο and this promise has been made good, Od.8.384. II of persons, ready, active, zealous, ἕ. ἦν ἐμοὶ σειραφόρος A.Ag.842; τινι in or for a thing, Pi.O.4.16; ἐς τι for a thing, Hdt.8.96; πρός τι X. Mem.4.5.12: c. dat. pers., ready to assist or go with him, etc., Pi.N.4.74, Hdt.1.70: c.inf., ready to do, ib.42,113, al.; ἐπιστενάχειν πᾶς τις ἕ. A.Ag.791; χωρεῖν ἑ. S.Aj.813, cf.Ant.264, Antipho 6.23, Ar.V.341 (lyr.); ὑπακούειν ἑτοιμότεροι too ready... Th.4.61; θηρία ἕ. διαμάχεσθαι Pl.Smp.207b: c. Art., τὸ μὴ βλέπειν ἑτοίμα S.El.1079 (lyr.); ἦν ἕτοιμος, abs., he was ready, Hdt.1.10; ἑ. ἔχειν τινάς Id.3.45; ἑ. ποιέεσθαί τινας Id.5.86. 2 of the mind, ready, bold, λῆμα Ar.Nu. 458 (lyr.); ἡ γνώμη Th.4.123; τὸ ἕ. readiness, resolution, E.Or.1106; τὸ ἕ. τῆς γνώμης Philostr.Her.8.1; τὰ θερμά τε καὶ ἕ. τῶν θηρίων Id.VA 7.14. III Adv. -μως readily, willingly, Th.1.80; ἑ. ἔχω τελευτᾶν I am ready to die, Demad.4, cf. D.18.161, PAmh.2.32.6 (ii B.C.), Act.Ap.21.13; ἑ. ἥκειν X.An.2.5.2; διδόναι IG22.956.24; ἑ. παρορᾷς evidently, Pl.Hp.Ma.300c: Comp. ἑτοιμότερον Is.4.14, -οτέρως Alex. Trall.12: Sup. -ότατα Pl.Plt.290a.
German (Pape)
[Seite 1052] η, ον, bei Plat. u. den folgenden Attikern ἕτοιμος, was sich aber auch bei den Tragg. gew. in den mss. findet, bei Her. 5, 31 u. Sp., wie Pol., App., häufig 2 Endgn; was da ist, bereit ist, vorliegt, zur Hand ist, ὀνείατα, von den vorgesetzten Speisen, Hom. (ἑτοιμοτάτη δαίς Theocr. 13, 63), bei dem es auch wirklich bedeutet, ταῦτα ἑτοῖμα τετεύχαται, das ist wirklich geschehen, Il. 14, 53, wie Od. 8, 384; μῆτις ἑτοιμη, ein ausführbarer, gelingender Anschlag, Il. 9, 425, wie πότμος, ein wirkliches, entschiedenes, nicht mehr zu änderndes Geschick, 18, 96. – Bei den Folgenden bereit; von Sachen, ἕτοιμά σοι ἑφθὰ καὶ ὀπτά Eur. Cycl. 356; γάμος Pind. Ol. 1, 69; ἕτ. ἀεὶ παρακείμενον ἐκμαγεῖον Plat. Tim. 72 c; τὰ κρέα εἶχεν ἑτοῖμα Her. 1, 190, vgl. 3, 123; ἀναλώτης τῶν ἑτοίμων Plat. Rep. VIII, 552 b; – von Menschen, πάρεδρος, bereitwillig, Pind. Ol. 2, 76; κάρυξ N. 4, 74; γυναῖκας εἶχε ἑτοίμους Her. 3, 45; am gewöhnlichsten mit folgendem inf., τῷ δυσπραγοῦντι δ' ἐπιστενάχειν πᾶς τις ἕτ. Aesch. Ag. 765; ἕτ. εἰπεῖν Soph. O. R. 92; θνήσκειν Eur. Phoen. 976; in Prosa, Her. 1, 42 u. öfter; ἕτοιμος ἐπαινεῖν Plat. Gorg. 510 a; Prot. 313 b; ἐπειδὴ καὶ σὺ ἕτ. ἀκολουθεῖν, da auch du zu folgen bereit bist, Polit. 277 c; auch τὰ θηρία ἕτ. διαμάχεσθαι Conv. 207 b. – Auch ἑτοῖμοι εἰς ναυμαχίην, zu einer Seeschlacht, Her. 8, 96; πρὸς τοῦτο ἕτοιμον ἑαυτὸν παρασκευάζειν Xen. Mem. 4, 5, 12; τινί, Her. 1, 70; τροφαῖς ἵππων, der Pferdezucht sich befleißigend, Pind. Ol. 4, 16;– λῆμα, entschlossen, Ar. Nubb. 457; τὸ ἕτ., die Entschiedenheit, Eur. Or. 1106; ἐν ἑτοίμῳ εἶναι, in Bereitschaft sein, = ἕτ. εἶναι, Theocr. 22, 61; D. Sic. 19, 8; D. Cass. 56, 19 u. a. Sp., auch ἐν ἑτοίμῳ ἔχειν, Pol. 2, 34, 2; Plut. Sertor. 11; ἐξ ἑτοίμου λαμβάνειν, s. ἐκ. – Was bereit ist, macht keine Schwierigkeit, ist leicht, vgl. Plat. Rep. VIII, 567 a X, 604 b; so ἀπορία, Plut.; dah. auch: es ist offenbar, klar, vgl. Schäfer zu D. Hal. C. V. p. 24. Von Menschen, schnell, lebhaft, Philostr., vgl. Jacobs dazu p. 441; ἐξ ἑτοιμοτάτου διώκειν, aufs schnellste verfolgen, Xen. Cyr. 5, 3, 57; oft bei Sp. ἐξ ἑτοίμου ποιεῖν τι, sogleich, bereitwillig thun, Pol. 25, 9, 4 u. A. – Comparat. ἑτοιμότερος, Aesch. Ch. 441 u. A.; superl. ἑτοιμότατος, Plat. u. Folgde. – Adv. ἑτοίμως, Aesch. Suppl. 75, bereitwillig, gern, δέχεσθαι, Plat. Legg. IX, 880 a; schnell, ὁ δὲ ἑτοίμως ἐκέλευσεν ἥκειν Xen. An. 2, 5, 2; leicht, γιγνώσκειν, Plat. u. A.; offenbar, ἑτ. παρορᾷς, im Ggstz von κινδυνεύεις, Plat. Hipp. mai. 300 c; – ἑτοιμότερον, ἑτοιμότατα, Plat. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτοῖμος: -ον, ἀλλ’ ὡσαύτως θηλυκ. ἑτοίμη Ἰλ. Ι. 425, Σοφ. Ἠλ. 1079, κτλ.· παρὰ συγγραφεῦσι μετὰ τὸν Θουκ.· ἕτοιμος, η, ον, ἢ ος, ον· πρβλ. ἐρῆμος: - (πιθαν. συγγενὲς τῷ ἔτυμος). Ἕτοιμος, πρόχειρος, ἡτοιμασμένος, ὀνείαθ’ ἑτοῖμα προκείμενα Ὀδ. Ξ. 453, κτλ.· τὰ κρέα εἶχε ἑτοῖμα Ἡρόδ. 1. 119, πρβλ. 3. 123· ἑτοιμοτάταν ἐπὶ δαῖτα Θεόκρ. 13. 63, πρβλ. Εὐρ. Κύκλ. 357· ἑτοῖμα χρήματα, ἕτοιμα, Ἡρόδ. 5. 31· ἑτ. ποιεῖσθαι, ἑτοιμάζειν, ὁ αὐτ. 1. 11· ὡς ἑτοῖμα ἦν, ὅτε τὰ πάντα ἦσαν ἕτοιμα, Θουκ. 2. 3· ἐπειδὴ αὐτῷ ἑτ. ἦν αὐτόθι 98· ἐξ ἑτοίμου, ἀμέσως καὶ ἄνευ δισταγμοῦ, ἀμέσως, προχείρως, ἐξ ἑτ. λαμβάνειν Ἰσοκρ. 101C· ἐξ ἑτ. ὑπακούειν Ξεν. Οἰκ. 14, 3· ἐξ ἑτοιμοτάτου διώκειν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 5. 3, 57· ἐξ ἑτοίμου φίλον εἶναι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 6, 16, πρβλ. Ἱπποκρ. Προγν. 46· οὕτω καί, ἐν ἑτοίμῳ ἐστὶ Θεόκρ. 22, 61· ἐν ἑτ. ἔχειν Πολύβ. 2. 34, 2· ἑτοιμότερα γέλωτος ἀνέφερον λίβη Αἰσχύλ. Χο. 448: - τὰ ἑτοῖμα, Λατ. quae in promptu sunt, ἐπὶ τὰ ἑτοῖμα μᾶλλον τρέπονται Θουκ. 1. 20· τὰ ἑτοῖμα βλάψαι ὁ αὐτ. 70· ἀλλά, τοῖς ἑτοίμοις περὶ τῶν ἀφανῶν... κινδυνεύειν ὁ αὐτ. 6. 9. 2) ἐπὶ τοῦ μέλλοντος, βέβαιος, μέλλων βεβαίως νὰ γείνῃ, αὐτίκα γάρ τοι ἔπειτα μεθ’ Ἕκτορα πότμος ἑτοῖμος Ἰλ. Σ. 96, πρβλ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 830: - ὡσαύτως, εὔκολος νὰ παραχθῇ ἢ νὰ γείνῃ, ἐπεὶ οὔ σφισιν ἥδε γ’ ἑτοίμη (δηλ. μῆτις) Ἰλ. Ι. 425· ἕτ. ἐστὶ τὸ διαφθαρῆναι, εὔκολον, Πλούτ. 2. 706C· μετ’ ἀπαρεμφ., ἕτ. μᾶλλόν ἐστιν ἀπεχθάνεσθαι Πλάτ. Πολ. 567Α, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 89· οὐ γάρ τι ἕτ.. μεταπεῖσαι, δὲν εἶναι εὔκολον…, Παυσ. 2. 23, 6. 3) ἐπὶ τοῦ παρελθόντος, ἑτοῖμα τετεύχαται, ὄντως ἔχουσι γίνῃ, Ἰλ. Ξ. 53· ἦ δ’ ἄρ’ ἑτοῖμα τέτυκτο, τῷ ὄντι ἐξεπληρώθησαν (ἃ ὑπέσχου), Ὀδ. Θ. 384. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἕτοιμος, δραστήριος, πρόθυμος, ζηλωτής, Λατ. paratus, promptus, ἕτ. ἦν ἐμοὶ σειραφόρος Αἰσχύλ. Ἀγ. 842· τινί, ἔν τινι ἢ διά τι, Πινδ. Ο. 4. 24· ἔς τι Ἡρόδ. 8. 96· πρός τι Ξεν. Ἀπομν. 4. 5, 12· ὡσαύτως μετὰ δοτ. προσ., ἕτοιμος, πρόθυμος νὰ βοηθήσω ἢ νὰ ὑπάγω μετά τινος, κτλ., Πινδ. Ν. 4. 120. πρβλ. Ἡρόδ. 1. 50· μετ’ ἀπαρ., ἕτοιμος νὰ πράξω τι, ὁ αὐτ. 1, 42, 113, κ. ἀλλ.· ἐπιστενάχειν πᾶς τις ἕτ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 791· χωρεῖν ἕτ. Σοφ. Αἴ. 813, πρβλ. Ἀντ. 264, Ἀντιφῶντα 144. 10· ὑπακούειν ἑτοιμότεροι Θουκ. 4. 61· θηρία ἕτ. διαμάχεσθαι Πλάτ. Συμπ. 207Β· καὶ μετὰ τοῦ ἄρθρου, τό τε μὴ βλέπειν ἑτοίμα Σοφ. Ἠλ. 1079· ὡσαύτως, ἑτοῖμος ἦν, ἀπολ., ἦτο ἕτοιμος, Ἡρόδ. 1. 10, πρβλ. 5. 31· ἑτ. ἔχειν τινάς, ἔχειν τινὰς ἑτοίμους, παρεσκευασμένους, ὁ αὐτ. 3. 45· ἑτ. ποιεῖσθαί τινας ὁ αὐτ. 5. 86. 2) προσέτι, πρόθυμος, τολμηρός, Λατ. in omnia paratus, λῆμα Ἀριστοφ. Νεφ. 458· ἡ γνώμη Θουκ. 4. 123· τὸ ἕτοιμον, ἡ ἑτοιμότης, τὸ ἀποφασιστικόν, Εὐρ. Ὀρ. 1106· τὸ ἕτ. τῆς γνώμης Φιλόστρ. 706· τὰ ἕτ. τῶν θηρίων ὁ αὐτ. 292. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -μως, Θουκ. 1. 80· ἑτ. ἔχειν Δημάδ. 179. 5· ἑτ. ἥκειν Ξεν. Ἀν. 2. 5, 2· ἑτ. παρορᾷς, φανερῶς, προφανῶς, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 300C· (παρ’ Ἀττ. συχνάκις ἐξ ἑτοίμου, ἴδε ἀνωτ. Ι. 1)· συγκρ. ἑτοιμότερον Ἰσαῖος 47 ἐν τέλ.· ὑπερθ. -ότατα Πλάτ. Πολιτ. 290Α.
French (Bailly abrégé)
ion. et anc. att. c. ἕτοιμος.
English (Autenrieth)
ready, at hand; μῆτις, ‘feasible,’ Il. 9.425; ‘actual,’ ‘actually,’ Il. 14.53, Od. 8.384 ; πότμος, ‘certain,’ Il. 18.96.
English (Slater)
ἑτοῑμος (-ος, -ον.)
a of people.
I ready, close at hand ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον (O. 2.76)
II ready, eager νιν αἰνέω, μάλα μὲν τροφαῖς ἑτοῖμον ἵππων (O. 4.14) κάρυξ ἑτοῖμος ἔβαν (N. 4.74)
b of things, ready to hand, prepared ἑτοῖμον ἀνεφρόντισεν γάμον i. e. that was readily available (O. 1.69) Ἁγησία, τὶν δ' αἶνος ἑτοῖμος (O. 6.12) λτ;γτ;ενοκράτει ἑτοῖμος ὕμνων θησαυρὸς ἐν πολυχρύσῳ Ἀπολλωνίᾳ τετείχισται νάπᾳ (P. 6.7)