ἄλλυδις

From LSJ
Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλλῠδις Medium diacritics: ἄλλυδις Low diacritics: άλλυδις Capitals: ΑΛΛΥΔΙΣ
Transliteration A: állydis Transliteration B: allydis Transliteration C: allydis Beta Code: a)/lludis

English (LSJ)

Adv., (ἄλλος) Ep. for ἄλλοσε,

   A elsewhither, in Hom. only with ἄλλος, ἄ. ἄλλος one hither, another thither, Il.11.486, Od.5.71, cf.A.R.2.980, etc.; τρέπεται χρὼς ἄ. ἄλλῃ his colour changes now one way, now another, Il.13.279; imitated from Hom. by Eup.159.11; later by itself, AP15.24.1 (Simm.).

German (Pape)

[Seite 107] = ἄλλῃ, anderswohin, bei Hom. nur mit hinzugefügtem ἄλλος, nur als fünfter oder als zweiter Fuß; Versanfang Iliad. 11. 745 ἔτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος, der Eine hierhin, der Andere dorthin, 21, 503 πεπτεῶτ' ἄλλυδις ἄλλα, Od. 6, 138 τρέσσαν δ' ἄλλυδις ἄλλη, 14, 25 ᾤχοντ' ἄλλυδις ἄλλος; – Versende Iliad. 11, 486 διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος, 17, 729 διά τ' ἔτρεσαν ἄλλ υδις ἄλλος, 12, 461 διέτμαγεν ἄλλυδις ἄλλη, Od. 5, 71 τετραμμέναι ἄλλυδις ἄλλη, 11, 385 ἀπεσκέδασ' ἄλλυδις ἄλλην, 14, 35 σεῦεν κύνας ἄλλυδις ἄλλον; auch mit ἄλλῃ, Iliad. 13, 279 τρέπεται χρὼς ἄλλυδις ἄλλῃ, Od. 5, 369 διεσκέδασ' ἄλλυδις ἄλλῃ, 9, 458 ἄλλυδις ἄλλῃ (ῥαίοιτο); – oft bei sp. D.; Theocr. 22, 20; Ap. Rh. 2, 980.

French (Bailly abrégé)

adv.
ailleurs avec ou sans mouv. : ἄλλυδις ἄλλη OD l’une d’un côté, l’autre de l’autre ; ἄλλυδις ἄλλῃ IL tantôt ici, tantôt là ; tantôt d’une façon, tantôt d’une autre.
Étymologie: ἄλλος.

English (Autenrieth)

to another place, always with ἄλλος, or with ἄλλῃ, ‘now in one way, now in another,’ ‘now this way, now that.’

Spanish (DGE)

(ἄλλῠδῐς)
adv.
I 1combinado c. ἄλλος cada uno a un sitio, cada uno por su lado διέτρεσαν ἄ. ἄλλος Il.11.486, cf. 745, τρέσσαν δ' ἄ ἄλλη Od.6.138, ἐρχόμεσθ' ἄλλυδις ἄλλος ἡμῶν cada uno de nosotros va (a) un (convite) diferente Eup.159.11, ἐπίστροφοί εἰσι κέλευθοι, αἰεί δ' ἄ. ἄλλη A.R.2.980, νεφέλαι δὲ διέδραμον ἄ. ἄλλαι Theoc.22.20, cf. Nonn.D.26.223, Orac.Sib.2.297, 301.
2 c. adv. ἄλλῃ de aquí para allá, aquí y allí τρέπεται χρὼς ἄ. ἄλλῃ Il.13.279, οἱ ἐγκέφαλος ... ἄλλυδις ἄλλῃ ... ῥαίοιτο Od.9.458.
II abs. por todas partes ἐκπροκαλεσσαμένη ἄγεν ἄ. A.R.4.353, ἄλλυδις ἑδράσαντα Simm.Alae 1.

Greek Monolingual

ἄλλυδις επίρρ. (Α) ἄλλος
(επικός τύπος αντί ἄλλοσε)
1. σε άλλο μέρος, προς άλλο τόπο
2. στον Όμηρο μόνο με το ἄλλος, ἄλλη κ.λπ. στις φρ. «ἄλλυδις, ἄλλος», ο ένας εδώ κι ο άλλος εκεί
«ἄλλυδις ἄλλῃ», μια έτσι και μια αλλιώς.