firme

From LSJ
Revision as of 18:44, 10 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source

Latin > English (Lewis & Short)

firmē: adv., v. firmus.

Latin > French (Gaffiot 2016)

firmē¹⁴ (firmus), solidement, fortement, fermement : Cic. Fin. 1, 71 || firmius Plin. 35, 165 ; -issime Cic. Att. 10, 14, 3.

Latin > German (Georges)

fīrmē, Adv. (firmus), fest, mit Festigkeit, I) eig.: insistere, Suet.: firmius durare, Plin.: firmissime statuere alqd, Vitr. – II) übtr., fest, bestimmt, praemandare alqm, recht kräftig, Plaut.: alqd comprehendere, Cic.: graviter et firme respondere, Plin. ep.: firmissime asseverare, steif u. fest, Cic.

Spanish > Greek

βάσιμος, βέβαιος, βαθύς, βεβαιότροπος, βριαρός, διαστηρίζω, δυσαντίρρητος, δυσκίνητος, δυσκινησία, δυσπαθής, δυσπερίτρεπτος, ἀδιάπτωτος, ἀδιάσειστος, ἀδόνητος, ἀκάρδιος, ἀκίνητος, ἀκαμπής, ἀκατάβλητος, ἀκηδής, ἀκλινής, ἀλανής, ἀμετάκλιτος, ἀμετάπειστος, ἀμετάπτωτος, ἀμετάτρεπτος, ἀμεταμέλητος, ἀμετανόητος, ἀναπότρεπτος, ἀνενδοίαστος, ἀντίτυπος, ἀντιβατικός, ἀπαράπτωτος, ἀπαρακόμιστος, ἀπαρασάλευτος, ἀπαραχώρητος, ἀπερίκλαστος, ἀπρόπτωτος, ἀπτής, ἀπτώς, ἀρρεπής, ἀσάλευτος, ἀστεμφής, ἀστυφέλικτος, ἀσφαλής, ἀτάρβακτος, ἀταρβής, ἀτρεκής, ἀτρεμής, ἀχώλευτος, ἁδινός, ἄκλονος, ἄμοτον, ἄπτωτος, ἄρρεμβος, ἄσειστος, ἄτρεπτος, ἄτρομος, ἐμβριθής, ἐμπεδοσθενής, ἐμπεδόμυθος, ἐνστηνής, ἑδράστερος, ἑδραῖος, ἔμμονος, ἔμπεδος, ἔντονος