έτσι
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
Greek Monolingual
(Μ ἔτσι και διαλεκτ. τ. ἔτσε, ἔτσου, ἔτις, ἴτις, ἴτσι, ἴτσου)
επίρρ.
1. κατ' αυτό τον τρόπο, τοιουτοτρόπως, με τον ίδιο τρόπο (α. «δεν έπρεπε να φερθείς έτσι» β. «έτσι θέλω κι έτσι κάνω» γ. «έτσι τ' αποφάσισε της ερωτιάς η κρίση», Ερωτόκρ.)
2. (για ευχή συνδυασμένη με παράκληση) μακάρι, είθε (α. «έτσι να χαρείς τα παιδιά σου» β. «ίτσου να σάς βοηθήσει ο Θεός», Λεόντ, Μαχ.)
3. εξαιτίας αυτού του γεγονότος (α. «δεν έκανε δίαιτα, και έτσι πήρε πολύ βάρος» β. «δὲν ἔλαβαν χειροτονίαν, καὶ ἔτσι λαϊκοὶ ἀνίεροι περιπατοῡν καὶ γελοῡν τὸν κόσμον», μσν. κείμ.)
4. επιτ. τόσο, τόσο πολύ (α. «τί σε βασανίζει κι έτσι αγωνιάς;» β. «κόρη μας, τ' ἕχεις κι ἔτσι φωνάζεις;», Διγ. Ακρ.)
νεοελλ.
1. πολλές φορές με το άρθρο, για να δηλώσει αυθαιρεσία ή κάτι που γίνεται χωρίς λόγο («με το έτσι θέλω»)
2. (ως χρονικοϋποθ. σύνδ.) έτσι και
μόλις, αν («έτσι και πεις μια λέξη ακόμη, θα σέ δείρω»)
3. απλά, επιπόλαια, όχι σοβαρά, χωρίς λόγο (α. «έτσι το έκανε, χωρίς κακό σκοπό» β. «έτσι το είπα, μην το υπολογίσεις»)
4. φρ. «έτσι κι έτσι»
α) ούτως ή άλλως
β) μέτρια, ούτε καλά ούτε άσχημα («πώς είναι η υγεία σου; έτσι κι έτσι»)
5. φρ. «έτσι για γούστο», «έτσι για πλάκα» — χωρίς λόγο, για απλή τέρψη λόγω ανίας
6. φρ. «έτσι κι αλλιώς» — ούτως ή άλλως, όπως και νά 'χει το πράγμα
7. φρ. «τά δίνουν έτσι» — τά δίνουν δωρεάν, χάρισμα
μσν.
1. φρ. (για κίνηση της κεφαλής) «έτσι και έτσι» — δεξιά και αριστερά, ολόγυρα
2. (με ουσ. ή επίθ. και επόμενο το ωσάν) τόσο... όσο, και... και («μεγάλες ἀξίες [τιμὲς] ἔτσι ἐκκλησιαστικὲς ὡσὰν καὶ αὐθεντικές», Μορεζ.)
3. (σύνδ. χρον.) μόλις
4. (σύνδ. συμπερ.) γι' αυτό, επομένως
5. (με επόμενο το να) στην περίπτωση που, αν
6. (σύνδ. εναντιωμ.) παρ' όλο που, αν και
7. (σε επιθ. χρήση) τέτοιος
8. (αντί δεικτ. αντων.) τέτοιας λογής, τέτοιος («ἔτσι χάρη νά 'χει δὲν ἠμπορεῑ», Ερωφ.)
9. (σε θέση σύστ. αντικ. με δεικτ. αντων.) («ἐπαράγγειλέν του ἔτσι» — του έστειλε αυτές τις παραγγελίες)
10. (επεξηγ.) δηλαδή («ἑξακόσια ζᾱ, ἔτσι πρόβατα, γίδια, ἀρνιά», μσν. κείμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < αρχ. ουτωσ-ὶ. Κατ' άλλους: ούτω > έτου > έτις (πρβλ. σήμερις, ύστερις) > έτσι (πρβλ. τίποτις > τίποτσι). Σύμφωνα, τέλος, με τρίτη υπόθεση, η λ. προέρχεται από το αρχ. επίρρ. έτι με τσιτακισμό].