παρεκτός

From LSJ
Revision as of 07:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεκτός Medium diacritics: παρεκτός Low diacritics: παρεκτός Capitals: ΠΑΡΕΚΤΟΣ
Transliteration A: parektós Transliteration B: parektos Transliteration C: parektos Beta Code: parekto/s

English (LSJ)

Adv.

   A besides or except for a thing, c. gen., Ev.Matt.5.32, Act.Ap.26.29.    II abs., χωρὶς τῶν π. besides things external, 2 Ep.Cor.11.28.

German (Pape)

[Seite 514] adv., außer, außerhalb, LXX. u. N. T.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκτός: Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, μετὰ γεν., παρεκτὸς λόγου πορνείας Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. ε', 32, Πράξ. Ἀποστόλ. κϚ΄, 29. ΙΙ. ἀπολ., χωρὶς τῶν παρεκτός, ἐκτὸς τῶν ἐξωτερικῶν πραγμάτων, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. ια΄, 28.

French (Bailly abrégé)

1 adv. hors, dehors, à l’extérieur;
2 prép. hors de, gén..
Étymologie: παρά, ἐκτός.

English (Strong)

from παρά and ἐκτός; near outside, i.e. besides: except, saving, without.

English (Thayer)

(παρεμβάλλω) future παρεμβαλῶ; from Aristophanes and Demosthenes down;
1. to cast in by the side of or besides (cf.παρά, IV:1), to insert, interpose; to bring back into line.
2. from Polybius on, in military usage, to assign to soldiers a place, whether in camp or in line of battle, to draw up in line, to encamp (often in 1 Maccabees , and in the Sept. where for חָנָה): τίνι χάρακα, to cast up a bank about a city, L marginal reading T WH text

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. εκτός, πλην, αν εξαιρέσουμε, χώρια, ξέχωρα («παρεκτὸς λοιπὸν ὅτι αὐτὸς τὸν ὑπεσχέθη προστασίαν καὶ συνδρομήν», Καλλιγ.)
μσν.
άνευ, χωρίς («ἔζουν... καὶ παρεκτὸς ἀγάπης», Λίβ.)
αρχ.
φρ. «χωρὶς τῶν παρεκτός» — εκτός τών εξωτερικών πραγμάτων, ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐκτός].

Greek Monotonic

παρεκτός: επίρρ., πέραν ή εκτός από, με γεν., σε Καινή Διαθήκη· απόλ., τὰ παρεκτός, πράγματα εξωτερικά, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

παρεκτός: praep. cum gen. кроме, сверх (τινος NT): τὰ π. NT прочее.