ξυστός

From LSJ
Revision as of 00:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξυστός Medium diacritics: ξυστός Low diacritics: ξυστός Capitals: ΞΥΣΤΟΣ
Transliteration A: xystós Transliteration B: xystos Transliteration C: ksystos Beta Code: custo/s

English (LSJ)

ή, όν, (ξύω)

   A shaved, whittled with a knife or plane, ἀκόντια Hdt.2.71 (nisi del. ἀκόντια) ; κάμαξ Ar.Fr.404 ; βέλος Antiph.112 ; δόρατα Arr.Tact.40.4.    2 scraped, shredded, grated, τυρός Antiph.113.18 ; μοτός pledget of lint, Gal.14.795 ; ἰὸς ὁ ξ. collected by scraping, Dsc.5.79 ; μέτρον ξ. with the top raked off, not heaped up, PFay.84.7 (ii A. D.).    3 trimmed, cropped with scissors, μαχαίρᾳ ξύστ' ἔχων τριχώματα Ephipp.14.6.
ξυσ-τός, ὁ (in full

   A ξυστὸς δρόμος Aristias 5), also ξυστόν, τό, BCH23.566 (Delph., iii B. C.), Inscr.Délos409A13 (ii B. C.):—walking-place in the grounds of a private residence, X.Oec.11.15 ; in a gymnasium, Plu.2.133d, OGI764.42 (Pergam.) ; name of a gymnasium at Elis containing trees and racing-tracks, Paus.6.23.1 ; open-air walks among trees and statuary, Vitr.5.11.5 ; τὰ τῶν ξ. ἄλση Philostr.VA8.26.    2 covered colonnade in a gymnasium, for winter exercise, Vitr. l.c., Inscr.Délos l.c.    II meeting of athletes from various places to compete in sports, ἀρχιερεὺς τοῦ σύμπαντος ξ. IG14.1102, al., cf.5(1).669 (Sparta) ; opp. ξυστικὴ σύνοδος, Inscr.Olymp.436. (Expld. by Paus. l.c. as a clearing, from the action of Heracles in clearing out (ἀναξύειν) the thorn-bushes from the ξ. at Elis ; perh. orig. 'raked (ground)'.)

German (Pape)

[Seite 283] geschabt, geglättet, ξυστὰ ἀκόντια, Her. 2, 71. ὁ, ein bedeckter Säulengang in den Gymnasien, wo die Leibesübungen im Winter vorgenommen wurden, auch zum Lustwandeln benutzt; εἰ ἐν τῷ ξυστῷ περιπατοίην, Xen. Oec. 11, 15; von dem künstlich gearbeiteten, geglätteten Fußboden (ξύω, ξέω) benannt. Der ganze Uebungsplatz der Athleten in Elis, Paus. 6, 23; B. A. 284 ist erkl. ὁ ἀνειμένος τόπος τοῖς ἀθληταῖς εἰς γυμνάσιον. – Bei den Römern auch ξυστόν, xystum, eine offene Terrasse vor den Säulengängen ihrer Landhäuser.

Greek (Liddell-Scott)

ξυστός: -όν, (ξύω) ἐξεσμένος διὰ μαχαίρας ἢ ξυήλης, Λατιν. rasus, ξυστὰ ἀκόντια Ἡρόδ. 2. 71˙ κάμαξ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 357˙ βέλος Ἀντιφάν. ἐν «Καινεῖ» 1˙ ξ. τυρός, ἐξεσμένος, τετριμμένος, ὁ αὐτ. ἐν «Κύκλωπι» 2˙ μαχαίρᾳ ξύστ’ ἔχων τριχώματα, κεκαρμένα ἢ ἐξυρημένα, Ἔφιππος ἐν «Ναυαγῷ» 1. 6.

French (Bailly abrégé)

1ή, όν :
1 adj. raclé, poli;
2ξυστός galerie couverte d’un gymnase avec une surface soigneusement aplanie (xyste).
Étymologie: adj. verb. de ξύω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ξυστός, -ή, -όν) ξύω
1. ξυσμένος με μαχαίρι ή άλλο ξυστικό όργανο, λείος («ξυστὰ δόρατα», Αρρ.)
2. τριμμένος, θρυμματισμένος («ξυστό τυρί»)
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο ξυστός
στίβος, κονίστρα
2. το ουδ. ως ουσ. το ξυστό
το τμήμα του κοντακίου τών όπλων που περιβάλλει το κάτω μέρος της κάννης
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ξυστά
α) πολύ κοντά, πλησιέστατα, εγγύτατα («το αεροπλάνο πέρασε ξυστά από το σπίτι»
β) σχεδόν πάνω στην επιφάνεια, ξώπετσα, ξώφαλτσα («η σφαίρα τον πήρε ξυστά»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. είδος ψαριού
μσν.-αρχ.
(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.)
(ενν. το ουσ. δρόμος) μέρος ιδιωτικού κτήματος προορισμένο για περίπατο
αρχ.
1. κουρεμένος ή ξυρισμένος
2. το αρσ. ως ουσ. α) τόπος περιπάτου κατάφυτος και γεμάτος γλυπτά, αγάλματα
β) περίστυλη στοά σε γυμναστήριο για χειμερινές ασκήσεις
γ) (κατ' επέκτ.) γυμναστήριο
δ) συνάθροιση αθλητών στο γυμναστήριο για αγώνες
ε) αρχιτεκτονικό εργαλείο
3. το ουδ. ως ουσ. α) ξυσμένο ξύλο ή στέλεχος του δόρατος («τὸ ξυστὸν τῇσι λόγχῃσι ἐὸν ὁμοίως χρύσεον», Ηρόδ.)
β) η ξύλινη λαβή της λόγχης
γ) δέσμη ακοντίων που συγκρατούσαν με κρίκους, την οποία χρησιμοποιούσαν στις ναυμαχίες
δ) δόρυ, ακόντιο («τῷ ξυστῷ διὰ τοῡ στήθους πατάξας», Πλούτ.)
4. φρ. α) «ξυστὸς μοτός» — επίθεμα από ξαντό
β) «μέτρον ξυστόν» — η ποσότητα ενός είδους που περιέχεται στο μέτρο, δηλ. η ποσότητα της οποίας η επιφάνεια δεν υπερβαίνει ούτε κατέρχεται από το μέτρο.

Greek Monotonic

ξυστός: ὁ (ξύω), στοά με υπόστεγο στη νότια πλευρά του γυμνασίου, όπου οι αθλητές γυμνάζονταν το χειμώνα· χρησίμευε και για περίπατο, σε Ξεν. κ.λπ.· ονομάστηκε έτσι από το λείο και στιλπνό δάπεδό της.
ξυστός: -όν (ξύω), ξυσμένος με μαχαίρι ή ξυήλη, αυτός που έχει λειανθεί, στιλβωμένος, λείος, σκαλισμένος, πελεκητός, στιλπνός, σε Ηρόδ.