κηδεστής

From LSJ
Revision as of 23:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηδεστής Medium diacritics: κηδεστής Low diacritics: κηδεστής Capitals: ΚΗΔΕΣΤΗΣ
Transliteration A: kēdestḗs Transliteration B: kēdestēs Transliteration C: kidestis Beta Code: khdesth/s

English (LSJ)

Dor. κᾱδεστάς AP7.712 (Erinna), οῦ, ὁ: (κῆδος, κηδεύω): —

   A connexion by marriage, Pl.Lg.773b, X.Mem.1.1.8, Arist. Pol.1312b16, Cerc.17.25 (pl.), Ph.2.555 (pl.), etc.; esp.    1 son-in-law, Antipho 6.12, Isoc.10.43.    2 father-in-law, Ar.Th.74, 210, D.19.118, etc.; also, step-father, Id.36.31.    3 brother-in-law, E. Hec.834, And.1.50, Lys.13.1, Is.6.27, D.30.12, Timae.84.

German (Pape)

[Seite 1429] ὁ, Jeder durch Heirath Verwandte, Verschwägerte, Plat. Legg. VI, 773 b; – Schwiegersohn, Antiph. 6, 12, Πάρις ἐπεθύμησε Διὸς γενέσθαι καὶ κληθῆναι κηδεστής Isocr. 10, 42, Plut. Pericl. 11 u. A.; – Schwiegervater, Ar. Th. 74, Andoc. 4, 15, D. Hal. 4, 28; – Schwager, sowohl Frauenbruder, Eur. Hec. 834 Lys. 13, 1 u. 40 Andoc. 1, 50, als Mannesbruder, Dem. 30, 12 u. A.; – auch Stiefvater, Dem. 36, 31. – An vielen Stellen tritt der eigentliche Verwandtschaftsgrad nicht deutlich hervor. Vgl. κηδεμών.

Greek (Liddell-Scott)

κηδεστής: -οῦ, ὁ, (κῆδος, κηδεύω) συγγενὴς ἐξ ἀγχιστείας ἢ ἐξ ἐπιγαμίας, Λατ. affinis, Πλάτ. Νόμ. 773Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 8, κτλ.· ― ἰδίως, 1) γαμβρός, Ἀντιφῶν 142. 43, Ἰσοκρ. 216C. 2) πενθερός, Ἀριστ. Θεσμ. 74. 210, Δημ. 377. 6, κτλ.· ὡσαύτως, «μητρυιός», ὁ αὐτ. 954. 7. 3) ἀνδράδελφοςγυναικάδελφος, Εὐρ. Ἑκ. 834 Ἀνδοκ. 7. 36, Λυσ. 129. 40, πρβλ. 133. 24, Δημ. 867. 12, Τίμαιος 84.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. tout parent par alliance;
II. particul.
1 beau-père;
2 beau-frère, mari de la sœur ou frère de la femme;
3 gendre, beau-fils;
4 beau-père, second mari de la mère.
Étymologie: κήδομαι.

Greek Monolingual

ο (Α κηδεστής, -οῡ, δωρ. τ. καδεστάς)
συγγενής εξ επιγαμίας, εξ αγχιστείας, πλάγιος συγγενής, όχι εξ αίματος
αρχ.
(ειδικότερα)
1. γαμπρός, σύζυγος της θυγατέρας ή της αδελφής («ἐπεθύμησε Διός γενέσθαι κηδεστής» — θέλησε [ο Πάρις] να γίνει γαμπρός του Διός, Ισοκρ.)
2. πεθερός («τῷ δὲ κηδεστής ἐκεῑνος» — εκείνος είναι πεθερός του, Δημοσθ.
3. μητριός
4. ανδράδελφος ή γυναικάδελφος, κουνιάδος («κηδεστὴς γάρ μοι ἦν Διονυσόδωρος» — γιατί ο Διονυσόδωρος ήταν αδελφός της γυναίκας μου, Λυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κηδεσ- του κήδος + κατάλ. -της (πρβλ. ακρηστής, αργεσ-στής)].

Greek Monotonic

κηδεστής: -οῦ, ὁ (κῆδος), συγγενής μέσω γάμου, Λατ. offinis, σε Ξεν. κ.λπ.· ιδίως, γαμπρός (από γάμο), πεθερός, πατριός, σε Δημ.· κουνιάδος, σε Ευρ.