σκορπίος
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ὁ,
A scorpion, A.Fr.169, Pl.Euthd.290a, Sammelb.1267.7 (i A.D.), etc.; σ. ὁ χερσαῖος (v. infr. 11) Arist.HA555a23: prov., ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίον φυλάσσεο Praxill.4; ἐν παντὶ σ. φρουρεῖ λίθῳ S. Fr.37; also σκορπίον ὀκτώπουν ἐγείρεις 'let sleeping dogs lie', Hsch.; ὥσπερ ἔχις ἢ σ. ἠρκὼς τὸ κέντρον D.25.52. II a sea-fish, prob. Scorpaena scrofa, Alex.261.9, Diocl.Fr.135, Arist.HA508b17, Plu.2.977f; used (like the mugilis in Catull.15.19, Juv.10.317) to punish adulterers, Pl.Com.173.21; dub. sens. in LXX 3 Ki.12.11. III scorpion furze, Genista acanthoclada, Thphr.HP6.1.3, 6.4.1. 2 scorpion root, Doronicum caucasicum, ib.9.13.6. 3 = θηλυφόνον, ib.9.18.2. IV the constellation Scorpio, Cleostrat.1, Arat.85, Eudox. ap. Hipparch.1.2.20, Eratosth.Cat.7. V an engine of war for discharging arrows, Hero Bel.74.6, Plu.Marc. 15; σκορπίων σωλῆνες IG22.1627.333. VI a stone, Orph.L.500, cf. 494.
German (Pape)
[Seite 905] ὁ, 1) der Skorpion; Soph. frg. 35; Plat. Euthyd. 290 a; vielleicht verwandt mit σκοροβαῖος, welches Hesych. als gleichbedeutend mit σκάραβος, κάραβος anführt. – 2) ein stachliger Meerfisch, Ath. VII, 320. – 3) eine stachlige Pflanze, Theophr. – 4) eine Kriegsmaschine, Pfeile damit abzuschießen, Plut. Marcell. 15. – 5) eine Haarflechte bei Kindern, = κρωβύλος, Schol. Thuc. 1, 6.
Greek (Liddell-Scott)
σκορπίος: ὁ, «σκορπιός», Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 165, Πλάτ., κλπ.· σκ. ὁ χερσαῖος (ἴδε κατωτ. ΙΙ) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 26· - παροιμ., ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίον φυλάσσεο Πράξιλλα 4· ἐν παντὶ σκορπίος φρουρεῖ λίθῳ Σοφ. Ἀποσπ. 35· ὥσπερ ἔχις ἢ σκ. ἠρκὼς τὸ κέντρον Δημ. 786. 4· ἐν χρήσει πρὸς τιμωρίαν τῶν μοιχῶν, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 1. 21. (Ἴσως συγγενὲς τῷ σκοροβαῖος, ὅπερ ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει ὡς ἰσοδύναμον τῷ σκάραβος, κάραβος). ΙΙ. ἀκανθοφόρος θαλάσσιος ἰχθὺς «σκορπιὸς» καὶ νῦν καλούμενος, Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 320, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 26. ΙΙΙ. ἀκανθῶδές τι φυτόν, ἴσως τὸ Spartium scorpius, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 2, κτλ. IV. ὁ ἀστερισμὸς τοῦ Σκορπίου, Ἄρατ. 85, Ἐρατοσθ. Καταστ. 7, Ἡσύχ. V. πολεμική τις μηχανὴ πρὸς ἐκτόξευσιν βελῶν, Πλουτ. Μάρκελλ. 15, Börkh Urkunden σ. 411, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 scorpion, insecte ; fig. en parl. d’un homme méchant;
2 p. anal. scorpion, machine de jet de gros calibre.
Étymologie: DELG pê emprunt à une langue méditerr.
Spanish
English (Strong)
probably from an obsolete skerpo (perhaps strengthened from the base of σκοπός and meaning to pierce); a "scorpion" (from its sting): scorpion.
English (Thayer)
σκορπίου, ὁ (for the derivation see the preceding word); from Aeschylus down; on its accent, cf. Chandler § 246), a scorpion, the Sept. for עַקְרָב, the name of a little animal, somewhat resembling a lobster, which in warm regions lurks especially in stone walls; it has a poisonous sting in its tail (McClintock and Strong's Cyclopaedia and BB. DD., <TOPIC:SCORPION> under the word): Revelation 9:3,5, 10.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
βλ. σκορπιός.
Greek Monotonic
σκορπίος: ὁ,
I. σκορπιός, σε Πλάτ., Δημ.
II. πολεμική μηχανή που εκτόξευε βέλη, σε Πλούτ. (αμφίβ. προέλ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκορπίος -ου, ὁ schorpioen schorpioen (dier). ὁ Σκορπίος Schorpioen, Scorpio (sterrenbeeld). schorpioenvis. Hp. Vict. 2.48. milit. een katapultachtig wapen om pijlen mee af te schieten: schorpioen. Plut. Marc. 15.