λυκάβας
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
English (LSJ)
[κᾰ], αντος, ὁ,
A year, τοῦδ' αὐτοῦ λυκάβαντος ἐλεύσεται ἐνθάδ' Ὀδυσσεύς within this very year, Od.14.161, 19.306 (but 'this very month' acc. to D.Chr.7.84; perh. day, if Od.14.161-2 are spurious); εἶαρ . . ὅλῳ λ. παρείη Bion Fr.15.15; αὖθι μένων λυκάβαντα for a year, A.R.1.198; but acc. λυκάβαν IG12(2).129 (Mytilene, late):—the word is freq. in metr. epitaphs, ib.4.622 (Argos), Epigr.Gr.231 (Chios), 228 (Ephesus): hence II λῠκᾰβαντίδες ὧραι, αἱ, the hours that make up the year, AP5.12 (Phld.). (Arc. word, = ἐνιαυτός, acc. to AB1095.)
Greek (Liddell-Scott)
λῠκάβας: [κᾰ], αντος, ὁ, τὸ ἔτος, τοῦδ’ αὐτοῦ λυκάβαντος ἐλεύσεται δῖος Ὀδυσσεύς, ἐντὸς αὐτοῦ τούτου τοῦ ἔτους, Ὀδ. Ξ. 161., Τ. 306˙ εἶαρ... ὅλῳ λ. παρείη Βίων 6. 15˙ αὖθι μένων λυκάβαντα, ἐπὶ ἓν ἔτος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 198˙ ἀλλ’ αἰτιατ. λυκάβαν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2169˙ - ἡ λέξις εἶναι συχνὴ ἐν ἐμμέτροις ἐπιταφίοις, αὐτόθι 1156, 2237, 3019, κ. ἀλλ.˙ καὶ ἐπὶ μεταγενεστέρων Ἑλληνικῶν καὶ Ρωμαϊκῶν νομισμάτων τὸ στοιχεῖον Λ προυτάσσετο τοῦ ἀριθμοῦ τοῦ ἔτους σημαῖνον λυκάβας, ὡς ἀποδείκνυται ἔκ τινος νομίσματος τοῦ Οὐεσπασιανοῦ, ἔνθα φαίνεται πλῆρες ἴδε Eckhel N. Doctr. 4. σ. 394˙ ἀλλὰ κατὰ Head ἐν Ἱστορίᾳ Νομισμάτων (μετάφρασις Σβορώνου) τὸ L τοῦτο εἶναι σύμβολον αἰγυπτιακὸν ἐπὶ τῶν παπύρων τιθέμενον πρὸς δήλωσιν ὅτι οἱ παρακολουθοῦντες χαρακτῆρες εἶναι ἀριθμητικοί. - Ἐντεῦθεν, ΙΙ. λῠκᾰβαντίδες ὧραι, αἱ, αἱ ἀποτελοῦσαι τὸ ἔτος ὧραι, ἑξήκοντα τελεῖ Χαριτὼ λυκαβαντίδας ὥρας, εἶναι δηλ. ἑξήκοντα ἐτῶν, Ἀνθ. Π. 5. 13. (Πιθ. ἐκ τοῦ *λύκη, βαίνω, = ἡ ὁδὸς τοῦ φωτός, ὁ δρόμος τοῦ ἡλίου. Ἀνόητός τις ἐτυμολογία ἐκ τοῦ λύκος, βαίνω ὑπάρχει παρ’ Ἀρτεμιδ. 2. 12, Εὐστ. 1756. 28˙ - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐκ τοῦ λυγαίως βαίνειν, ὅ ἐστι σκοτεινῶς˙ λεληθότως γὰρ ὁ χρόνος διέρχεται»).
French (Bailly abrégé)
αντος (ὁ) :
année.
Étymologie: *λύκη, lumière, jour ; βαίνω.
Greek Monolingual
λυκάβας, -αντος, ὁ (Α)
1. έτος («τοῡ δ' αὐτοῡ λυκάβαντος ἐλεύσεται Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.)
2. σπαν. μήνας
3. πιθ. ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η μορφή της λ. θυμίζει παράγωγα, όπως κιλλίβας, ἀκρίβας, ἀλίβας, από τα οποία ορισμένα πιθ. να είναι σύνθετα από το θέμα του βαίνω. Η σημ. καθώς και η ετυμολ. του τ. είναι αβέβαιες. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί, από τις οποίες η πιο συνήθης θέλει τη λ. σύνθετη < λυκ- (πρβλ. λύκη, λύχνος) + ἄβα, κατά τον Ησύχ. «τροχός», δηλ. «ο τροχός του φωτός του ηλίου», από όπου και η σημ. «έτος» που έχει αποδοθεί στη λ. Η άποψη αυτή πάντως δεν μπορεί να γίνει ανεπιφύλακτα αποδεκτή, δοθέντος ότι αμφισβητείται η ίδια η ύπαρξη και η σημ. του τ. ἄβα. Κατ' άλλη άποψη, η λ. θεωρείται λυδική και σημαίνει «βασιλιάς τών Λυκίων», δηλ. Απόλλων, από όπου η λ. θα σήμαινε «γιορτή προς τιμήν του Απόλλωνος». Κατ' άλλη άποψη, ο τ. θεωρείται σύνθ. του λύκος και ερμηνεύεται ως «ώρα του λύκου», δηλ. χειμώνας, από όπου και γενικά η σημ. «χρόνος, έτος». 'Αλλοι πιστεύουν ότι η λ. είναι προελληνική και δηλώνει την τελετή προς τιμήν ενός θεού και τή συνδέουν με τον τ. Λυκαβηττός. Τέλος, έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι ο τ. αναφέρεται σε μια ανοιξιάτικη γιορτή προς τιμήν του Apollon - Souris, ο οποίος σκοτώνει τα ποντίκια (πρβλ. Απόλλων Λύκειος, Απόλλων Σμινθεύς) και συνδέει τον τ. με ιρλδ. luch «ποντικός»].
Greek Monotonic
λῠκάβας: [κᾰ], -αντος, ὁ,
I. έτος, σε Ομήρ. Οδ., Βίωνα. II.λῠκᾰβαντίδες ὧραι, αἱ, ώρες που αποτελούν το έτος, σε Ανθ. (πιθ. από *λύκη, βαίνω, η οδός του φωτός, ο δρόμος του ηλίου).
Russian (Dvoretsky)
λῠκάβᾱς: αντος (κᾰ) ὁ λευκός годичный оборот (солнца), т. е. год: τοῦδ᾽ αὐτοῦ λυκάβαντος Hom. еще в этом самом году.