ἀνέγγυος

From LSJ
Revision as of 16:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέγγυος Medium diacritics: ἀνέγγυος Low diacritics: ανέγγυος Capitals: ΑΝΕΓΓΥΟΣ
Transliteration A: anéngyos Transliteration B: anengyos Transliteration C: aneggyos Beta Code: a)ne/gguos

English (LSJ)

ον,

   A not vouched for, not accredited, ὤρη ἀ., of uncertain weather, Anacr.113; of an illegitimate child, νόθος καὶ ἀ. Pl.R.461b; γάμοι unhallowed, E.ap.Phot.p.128R.; of a woman, unbetrothed, unwedded, Plu.Caes.14, Comp.Thes.Rom.6, D.C.59.12, etc.; ἀ. ποιεῖν τὰς μίξεις D.H.2.24.

German (Pape)

[Seite 219] unverbürgt; ἡ, die nicht feierlich Verlobte, Plut. Caes. 14; καὶ ἀνέκδοτος mul. virt. p. 306; vgl. D. Hal. 2, 24. Von Kindern: aus einer nicht feierlich geschlossenen Ehe (ἀνέγγυος γάμος Poll.) gezeugt, unehelich, παῖς ἀν. καὶ νόθος Plat. Rep. V, 461 b; ἀνέγγυος καὶ σκότιος Plut. Thes. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέγγυος: -ον, ὁ ἄνευ ἐχεγγύου, περὶ οὗ οὐδεὶς ἔδωκεν ἐγγύησιν, ἀβέβαιος, ὥρη ἀνέγγυος, ἐπὶ ἀβεβαίου ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, Ἀνακρ. 114· ἐπὶ παρανόμου τέκνου· νόθος καὶ ἀνέγγ. Πλάτ. Πολ. 461 Β: ἐπὶ γυναικὸς μὴ μνηστευθείσης, ἀγάμου, Πλουτ. Καῖσ. 14, Δίων Κ. 59. 12, κτλ.· οὕτως, ἀν. ποιεῑν τὰς μίξεις Διον. Ἁλ. 2. 24: πρβλ. ὑπέγγυος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans caution, sans garantie, d’où
1 illégitime (enfant);
2 non fiancée (jeune fille, femme).
Étymologie: ἀ, ἔγγυος.

Spanish (DGE)

-ον
I que no ofrece garantías o seguridad ὥρη γάρ σε πέδησεν ἀνέγγυος Anacr.193.3, ἀνέγγυοι γάμοι bodas en las que no se ha ofrecido dote E.Fr.2 incertae sedis M.
II 1ilegítimo ἀνέγγυον ... παῖδα Pl.R.461b
fuera del matrimonio ἀνεγγύους ἐποίησαν ... τὰς ... μίξεις D.H.2.24, cf. Plu.2.249d.
2 de una mujer sin desposar ἀνέγγυοι θυγατέρες Plu.Rom.35, cf. Caes.14, D.C.59.12.1, Nonn.D.6.106.

Greek Monolingual

ἀνέγγυος, -ον (Α)
1. ο μη εξασφαλισμένος με εγγύηση, ανεγγύητος, αβέβαιος
2. αφερέγγυος
3. (για παιδί) μη νόμιμο, νόθο
4. (για γυναίκα) μη μνηστευμένη, ανύπαντρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εγγύη «εγγύηση»].

Greek Monotonic

ἀνέγγυος: -ον (ἐγγύη), αυτός που δεν έχει εγγύηση, σε Πλάτ.· λέγεται για γυναίκα, άγαμος, ανύπανδρη, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέγγυος: 1) недостоверный, неясный (ὥρη Anacr.);
2) внебрачный, незаконнорожденный (παῖς Plat.);
3) не состоящая в законном браке, необрученная (γυνή Plut.).