μέθη

From LSJ
Revision as of 19:53, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέθη Medium diacritics: μέθη Low diacritics: μέθη Capitals: ΜΕΘΗ
Transliteration A: méthē Transliteration B: methē Transliteration C: methi Beta Code: me/qh

English (LSJ)

ἡ, (for μεθύω: μέθη, cf. πληθύω: πλήθᾱ)

   A strong drink, καλῶς ἔχειν μέθης to be pretty well drunk, Hdt.5.20; ὑπερπλησθεὶς μέθης S.OT779; μέθῃ βρεχθείς E.El.326; ἡ ἀπειρία τῆς μ. Antipho 4.3.2; ἐσφαλμένος ὑπὸ μέθης Pl.R.396d; μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ συμποδίσαι τινά ib.488c; μ. εὐώδης παλαιός fragrant old wine, Hp.Epid.7.82.    II drunkenness, μ. αἰώνιος Pl.R.363d; πίνειν εἰς μέθην Id.Lg.775b; μέθῃ χρῆσθαι ib.674a; διὰ μέθης ποιήσασθαι . . τὴν συνουσίαν Id.Smp.176e; κωμάζειν μετὰ μέθης Id.Lg.637b; τρεῖς εἶχεν προφάσεις, μέθην, ἔρωτα, ἄγνοιαν D.21.38: pl., carousals, Democr.159, Pl.Lg.682e; ἐν μέθαις Id.Phdr.256c, cf. LXX Ju.13.15, Ep.Rom.13.13, etc.    2 metaph., ὑπὸ μέθης τοῦ φόβου ναυτιᾷ Pl.Lg.639b, cf. Metrod.Herc.831.18; μ. νηφαλίῳ κατασχεθεὶς ὥσπερ οἱ κορυβαντιῶντες Ph.1.16, cf.2.320.    III Μέθη personified, in Art, Paus.2.27.3.

German (Pape)

[Seite 111] ἡ, eigtl. übermäßiges Trinken, σίτων καὶ μέθης πλησθέν Plat. Rep. IX, 571 c; ἀνὴρ ὑπερπλησθεὶς μέθης Soph. O. R. 779; μέθῃ βρεχθείς Eur. El. 326; gew. Trunken heit, Rausch, καλῶς ἔχοντες μέθης, Her. 5, 20; καὶ πολυοινία, Plat. Legg. II, 666 b; μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ ξυμποδίσαντες, Rep. VI, 488 c; πίνειν εἰς μέθην, Legg. VI, 775 b; übertr., κἂν δειλὸς ὢν ἐν τοῖς δεινοῖς ὑπὸ μέθης τοῦ φόβου ναυτιᾷ, I, 639 b; auch im plur., Phaedr. 238 a; ὁ τὸν θεσμοθέτην πατάξας τρεῖς εἶχε προφάσεις, μέθην, ἔρωτα, ἄγνοιαν, Dem. 21, 38; ἀπὸ μέθης, in Folge des Rausches, Ath. X, 434 b. – Bei Empedocl. 46 übh. = Begeisterung.

Greek (Liddell-Scott)

μέθη: ἡ, (ἴδε μέθυ) πολλή, ὑπερβολικὴ πόσις οἴνου, πολυποσία, καλῶς ἔχω μέθης, εἶμαι ἀρκετὰ «πιωμένος», Ἡρόδ. 5. 20· ὑπερπλησθεὶς μέθης Σοφ. Ο. Τ. 779· μέθῃ βρεχθεὶς Εὐρ. Ἠλ. 326· ἐσφαλμένος ὑπὸ μέθης Πλάτ. Πολ. 396D· μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ ξυμποδίζειν τινὰ αὐτόθι 488C. II. ἡ ἐκ τῆς πολυποσίας κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου, κοινῶς «μεθύσι», Ἀντιφῶν 127. 22· πίνειν εἰς μέθην Πλάτ. Νόμ. 775Β· χρῆσθαι μέθῃ αὐτόθι 674Α· διὰ μέθης ποιήσασθαι... τὴν συνουσίαν ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 176Ε· κωμάζειν τινὶ μετὰ μέθης ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 637Α· τρεῖς εἶχε προφάσεις, ἔρωτα, μέθην, ἄγνοιαν Δημ. 526. 15· - ἐν τῷ πληθ., εὐωχίαι, συμπόσια μετὰ πολυποσίας, Πλάτ. Νόμ. 682Ε. ἐν μέθαις ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 246C. 2) μεταφορ., ὑπὸ μέθης τοῦ φόβου ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 639Β· ὡσαύτως, ἐνθουσιασμός, Strurz εἰς Ἐμπεδ. 46, πρβλ. Φίλωνα 1. 16.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 excès de boisson, beuverie;
2 ivresse ; ivrognerie.
Étymologie: cf. μέθυ.

English (Strong)

apparently a primary word; an intoxicant, i.e. (by implication) intoxication: drunkenness.

English (Thayer)

μέθης, ἡ (akin to μέθυ, wine; perhaps any intoxicating drink, Latin temetum; cf. German Meth (mead)), intoxication; drunkenness: שֵׁכָר, intoxicating drink, שִׁכָּרון, intoxication, Antiphon), Xenophon, Plato, others) (Cf. Trench, § lxi.)

Greek Monolingual

η (ΑM μέθη)
1. η υπερβολική κατανάλωση κρασιού («καλῶς ἔχοντας ὑμέας ὁρέω μέθης», Ηρόδ.)
2. (κατ' επέκτ.) η ψυχική και διανοητική διαταραχή η οποία προέρχεται από υπερβολική κατανάλωση οίνου ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, μεθύσι, ζάλη
3. μτφ. ενθουσιασμός («η μέθη της νίκης)
νεοελλ.
1. ιατρ. α) κατάσταση ευφορικής διέγερσης με διαταραχές της αντίληψης, του συντονισμού τών κινήσεων, της άρθρωσης του λόγου και, μερικές φορές, με εκδήλωση επιθετικότητας, που οφείλονται σε λήψη μεγάλης ποσότητας οινοπνευματωδών ποτών
β) η ανάλογη κατάσταση που οφείλεται στη λήψη μεγάλων ποσοτήτων ψυχοτρόπων κατευναστικών φαρμάκων, όπως λ.χ. βαρβιτουρικών και αιθέρα
γ) ελαφρά νάρκωση η οποία γίνεται για την εκτέλεση μικροεπεμβάσεων
δ) φρ. «μέθη τών δυτών» — κατάσταση η οποία εμφανίζεται σε αυτόνομους δύτες σε βάθος άνω τών 30 μέτρων και που εκδηλώνεται με αίσθημα ασυνήθους ευφορίας ή, αντίθετα, ανησυχίας, συνοδεύεται από ζάλη και περίεργη συμπεριφορά και οφείλεται στη ναρκωτική δράση του αζώτου στο αίμα, καθώς και στη σπασμογόνα δράση του οξυγόνου και στην κατασταλτική επίδραση του διοξειδίου του άνθρακα
2. μτφ. ερωτική παραφορά, αισθησιακή τέρψη
αρχ.
1. συνεκδ. το κρασί
2. μτφ. σκοτοδίνη («κἂν δειλὸς ὢν ἐν τοῑς δεινοῑς ὑπὸ μέθης τοῡ φόβου ναυτιᾷ», Πλάτ.)
2. στον πληθ. αἱ μέθαι
συμπόσια με μεγάλη κατανάλωση κρασιού, ευωχίες, τσιμπούσια («περιπεσόντες μουσικῇ τε καὶ ταῑς μέθαις», Πλάτ.)
4. ως κύριο όν. ἡ Μέθη
προσωποποίηση του μεθυσιού στην τέχνη («γέγραπται δὲ ἐνταῡθα καὶ Μέθη, Παυσίου καὶ τοῡτο ἔργον, ἐξ ὑαλίνης φιάλης πίνουσα». Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. ελεύθερα σχηματισμένο από το ρ. μεθύω, κατά το σχήμα πλήθη < πληθύω.

Greek Monotonic

μέθη: ἡ, =μέθυ,
I. μέθη, καλῶς ἔχειν μέθης, είμαι πολύ πιωμένος, σε Ηρόδ.· ὑπερπλησθεὶς μέθης, σε Σοφ.· μέθῃ βρεχθείς, σε Ευρ.
II. μεθύσι, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μέθη:
1) крепкий напиток: σίτων καὶ μέθης πλησθείς Plat. сытый и пьяный;
2) опьянение (μ. καὶ πολυοινία Plat.): πίνειν εἰς μέθην Plat. пить до опьянения; μετὰ μέθης Plat. в состоянии опьянения;
3) остолбенение, оцепенение: ὑπὸ μέθης τοῦ φόβου Plat. оцепенев от страха;
4) попойка (κῶμοι καὶ μέθαι NT).