χθές

From LSJ
Revision as of 02:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χθές Medium diacritics: χθές Low diacritics: χθες Capitals: ΧΘΕΣ
Transliteration A: chthés Transliteration B: chthes Transliteration C: chthes Beta Code: xqe/s

English (LSJ)

Adv. (lengthd. ἐχθές (q.v.); where the word occurs in

   A NT, Ev.Jo.4.52, Act.Ap.7.28, Ep.Hebr.13.8, codd. vary betw. ἐχθές and χθές; χθές is not found in Ptolemaic papyri, but in PLond.2.161.8 (iii A. D.)):—yesterday, h.Merc.273, Th.3.113, Pl.R.327a, Smp.174a, etc.: freq. placed between Art. and Subst., ἡ χ. ὁμολογία, οἱ χ. λόγοι, Pl.Sph.216a, Ti.26e; τῇ χ. ἡμέρᾳ Plu.2.773e; χ. μὲν... τὰ νῦν δὲ . . Pl.Ti.17a: freq. πρώην τε καὶ χ., χ. καὶ πρώην, v. πρώην 11; χ. καὶ τρίτην ἡμέραν v.l. in X.Cyr.6.3.11, cf. LXX Ge.31.2. (Cf. Skt. hyás 'yesterday', Lat. heri, hesternus, OHG. gestaron 'yesterday', etc.)

German (Pape)

[Seite 1354] advb., wie ἐχθές (s. Lob. Phryn. 323), gestern; H. h. Merc. 273; Plat. Conv. 174 a u. sonst oft bei den Att.; πρώην τε καὶ χθές, auch χθὲς καὶ πρώην, gestern und vorgestern, d. i. jüngst, neulich, überh. eine nahe Vergangenheit dezeichnend, Her. 2, 53; Ar. Ran. 726; Plat. Gorg. 4704 Legg. III, 677 d; Dem. 18, 130 u. sonst; vgl. Wessel. D. Sic. 2, 53; eben so χθὲς καὶ τρίτην ὴμέραν, Xen. Cyr. 6, 3,11. – Mit dem Artikel, gestrig, κατὰ τὴν χθὲς ὁμολογίαν ἥκομεν Plat. Soph. i. A.; Tim. 26 e u. Sp. – Die ursprüngliche Form χές (vgl. χθαμαλός) wird durch das lat. hesi, heri, hesiternus, hesternus beglaubigt.

Greek (Liddell-Scott)

χθές: ἐπίρρ., (ἐκτεταμ. ἐχθές, ὃ ἴδε, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 323)· -ὡς καὶ νῦν, χθές, πρῶτον ἐν Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 273, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ., ὡς Πλάτ. Πολ. ἐν τῇ ἀρχῇ, Συμπ. 174Α, κ. ἀλλ.· συχνάκις τίθεται μεταξὺ τοῦ ἄρθρου καὶ τοῦ οὐσιαστ., ἡ χθὲς ὁμολογία, οἱ χθὲς λόγοι Πλάτ. Σοφιστ. ἐν τῇ ἀρχῇ, Τίμ. 26Ε· τῇ χθὲς ὑμέρᾳ Πλούτ. 2. 773D· ἐν ἀντιθέσει πρὸς ἄλλα ἐπιρρήματα χρονικά, χθὲς μέν.., νῦν δέ.. Πλάτ. Τίμ. 17Α· χθές καὶ σήμερον Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ιγ΄, 8· ἀλλὰ συνήθως πρῴην τε καὶ χθὲς ἢ χθὲς καὶ πρῴην (ἴδε ἐν λ. πρῴην)· χθὲς καὶ τρίτην ἡμέραν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6. 3. 11· πρβλ. χθεσινός, χθιζός. (Πρβλ. Σανσκρ. hyas, Λατ. hes-i (μετέπειτα heri), hes-ternus· Γοτθ. gis-tra, Ἀγγλο-Σαξον. gyrs-tan-doeg (Ἀγγλ. yesterday, yestr-een)· Ἀρχ. Γερμ. kestre (gestern), κλπ.

French (Bailly abrégé)

adv.
hier : ἡ χθὲς ἡμέρα PLUT le jour d’hier, hier.
Étymologie: suppose *χές ; cf. lat. heri de *hesi, comme χθαμαλόςχαμαί.

English (Strong)

of uncertain derivation; "yesterday"; by extension, in time past or hitherto: yesterday.

Greek Monolingual

χθές, ΝΜΑ, και χτες και εχθές και εχτές Ν, και ἐχθές ΜΑ
επίρρ. την αμέσως προηγούμενη ημέρα, συνήθως σε αντιδιαστολή προς το σήμερα και το αύριο (α. «τελικά, έφυγε χθες» β. «κατέβην χθὲς εἰς Πειραιᾱ», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. συνεκδ. στο κοντινό παρελθόνχθες ακόμη ήταν παιδί»)
2. (με άρθρ ουδ. ως ουσ.) το χθες
το παρελθόν («ξέχνα το χθες»)
3. φρ. «χθες, προχθές» — πριν από λίγες ημέρες
αρχ.
(με αρθρ. ως επίθ.) ὁ, ἡ, τὸ χθες
ο χθεσινός («τῶν χθὲς λόγων», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. της Ινδοευρωπαϊκής το οποίο εμφανίζει ποικιλία μορφών στις διάφορες γλώσσες (πρβλ. αρχ. ινδ. hyah, λατ. heri, αρχ. άνω γερμ. ges-taron, αρχ. ιρλνδ. in-de), γεγονός που δυσχεραίνει τον καθορισμό ενός αρχικού τ. που να μπορεί να ερμηνεύσει όλους τους τ. αυτούς. Από νεώτερους μελετητές έχει γίνει προσπάθεια να αναχθούν οι λ. αυτές σε έναν αρχικό τ. gzhey-, από τον οποίο, με διάφορες απλοποιήσεις του αρκτικού συμπλέγματος, προήλθαν οι μορφές αυτές: το ελλ. χθές από τ. gzhes, το αρχ. ινδ. hyah από ghyes (βλ. και λ. σερός), το λατ. her-i και το αρχ. άνω γερμ. ges-taron από ghes-. Ειδικότερα για τον ελλ. τ. χθές, με το δυσερμήνευτο αρκτικό χθ-, έχουν διατυπωθεί και άλλες απόψεις. Σύμφωνα με την πρώτη από αυτές, ο τ. χθές ανάγεται σε τ. gh(i)-dyes ή gh(e)-dyes, σύνθ. με α΄ συνθετικό έναν τ. δεικτικού και β' συνθετικό προερχόμενο από την ΙΕ ρίζα με σημ. «ημέρα». Κατ' άλλους, ο τ. χθές έχει
προέλθει από τ. dhghes- με μετάθεση τών αρκτικών συμφώνων (βλ. και λ. χθων), από όπου μπορεί να δικαιολογηθεί και το λατ. heri (με απλοποίηση του συμπλέγματος), αλλά όχι και το αρχ. ινδ. hyah (< ghy-es). Δυσερμήνευτος παραμένει, επίσης, και ο φωνηεντισμός -ι- τών τ. χθιζά, χθιζός κ.λπ., ο οποίος, κατά μία άποψη, έχει προέλθει από συστολή του φωνήεντος -ε-, ενώ, κατ' άλλη —ελάχιστα πιθανή— άποψη, από τη μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ κατάλ. του συγκριτικού βαθμού -yes-. Τέλος, στον παρλλ. τ. -χθές, το ε- αποτελεί προθεματικό στοιχείο, το οποίο εμφανίζεται σε λ. προ συμφωνικών συμπλεγμάτων με δασύ σύμφωνο (πρβλ. -χθύς) ή με κλειστό (πρβλ. -κτῖνος). Στη Νέα Ελληνική, εξάλλου, απαντά και ο τ. χτες, με ανομοίωση τών τριβόμενων φθόγγων χ και θ, πρβλ. φθάνω: φτάνω].

Greek Monotonic

χθές: επίρρ. (εκτεταμ. ἐχθές, βλ. αυτ.), εχθές, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ. κ.λπ.· οἱχθὲς λόγοι, σε Πλάτ.· πρώην τε καὶ χθές ή χθὲς καὶ πρώην (βλ. πρώην).

Russian (Dvoretsky)

χθές: adv. вчера HH, Xen., Plat.: ὁ χ. Plat., Plut. вчерашний; χ. (τε) καὶ πρῴην Arph., Plat., Diod., Luc. или χ. καὶ τρίτην ἡμέραν Xen. вчера и позавчера.

Middle Liddell

[lengthd, ἐχθές, q. v.]
yesterday, Hhymn., Plat., etc.; οἱ χθὲς λόγοι Plat.; πρώην τε καὶ χθές or χθὲς καὶ πρώην (v. πρώην).