ποίημα

From LSJ
Revision as of 17:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ατος τό<b class="num">1)" to "''' ατος τό<br /><b class="num">1)")

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποίημα Medium diacritics: ποίημα Low diacritics: ποίημα Capitals: ΠΟΙΗΜΑ
Transliteration A: poíēma Transliteration B: poiēma Transliteration C: poiima Beta Code: poi/hma

English (LSJ)

ατος, τό, (ποιέω)

   A anything made or done: hence,    I work, π. χρύσεα, χάλκεα καὶ σιδήρεα, Hdt.4.5, 7.84, cf. 2.135; Γλαύκου τοῦ Χίου π. Id.1.25; of the works of Daedalus, Pl.Men.97e; π. ἐραστοῦ a lover's invention, Id.R.474e; product, of land formed by silting-up of rivers, Arr.An.5.6.4(pl.).    2 poem, Cratin.186, Pl.Phd.60d, Ly.221d; τὰ μετὰ μέτρου π. Isoc.2.7, 15.45; π. εἰς τὰς Μούσας IG7.1773.17 (Thespiae, ii A. D.): pl., of single verses, = ἔπη, D.H.1.41, Comp.3.    b poetical, esp. metrical, form, περὶ ποιήματος, title of work by Hephaestio.    3 fiction, Arr.An.5.6.5(pl.).    4 onomatopoeic word, Hsch. s.v. μάματα.    II deed, act, opp. πάθημα, Pl.R. 437b(pl.), Sph.248b; π. πονηρά LXX 2 Es.9.13. (Written ποιϝήματα (in signf. 1.1) in Mnemos.57.208 (Argos, vi B.C.).)

German (Pape)

[Seite 648] τό, jedes Gemachte, Gethane, dah. Werk, Machwerk, Arbeit, zuerst bei Her., 2, 135. 4, 5. 7, 84, der es durchweg nur von Metallarbeiten braucht, u. so noch Sp., wie Luc., ἀργύρεα, de Dea Syr. 49. Bei Plat. Handlung, Thätigkeit, Ggstz von πάθημα, Soph. 248 b, wie Rep. IV, 437 b u. öfter; von den Arbeiten des Dädalus, Men. 97 e. – Bes. Gedicht, Lys. 221 d, περὶ τῶν ποιημάτων ὧν πεπ οίηκας Phaed. 60 c, u. oft; u. so gew. bei Folgdn; auch ποιήματα, von den einzelnen Versen, Schäf. D. Hal. C. V. p. 30. 257; übh. Schriftwerk, Buch, Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ποίημα: τό, (ποιέω) πᾶν τὸ ποιούμενον ἢ ποιηθέν· ὅθεν, Ι. ἔργον. π. χρύσεα, χάλκεα καὶ σιδήρεα Ἡρόδ. 4. 5., 7. 84, πρβλ. 2. 135· συχν. ἐν ἐπιγραφαῖς μετὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ τεχνίτου, τῷ Παρίῳ ποίημα Κολώτεω Ἐπιγραφ. Ἀρχ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 24· Γλαύκου τοῦ Χίου ποίημα Ἡρόδ. 1. 25· ἐπὶ τῶν ἔργων τοῦ Δαιδάλου, Πλάτ. Μένων 97Ε· π. ἐραστοῦ, εὕρημα, τέχνασμα, ἐπίνοια ἐραστοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 474Ε. 2) ποιητικὸν ἔργον, ποίημα, Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 7, Πλάτ. Φαίδων 60C, Λῦσ. 221D· τὰ κατὰ μέτρου, τὰ μετὰ μέτρου π. Ἰσοκρ. 16Β. 319Β· π. εἰς τὰς Μούσας Συλλ. Ἐπιγρ. 1585, 9· ― ποιήματα ὡς τὸ Λατ. carmina, μονόστιχα, = ἔπη, Διον. Ἁλ. 1. 41, πρβλ. Schäf. de Comp. σ. 80, 257. 3) πλάσμα, πλαστόν τι καὶ οὐχὶ ἀληθές, Ἀρρ. ἐν Ἀν. 5. 6. ΙΙ. πρᾶξις, ἐνέργεια, ἀντίθετ. τῷ πάθημα, Πλάτ. Πολ. 437Β, Σοφιστ. 248Β, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce que l’on fait :
I. œuvre, ouvrage, particul. :
1 ouvrage manuel (meuble, statue, etc.);
2 création de l’esprit, invention ; particul. ouvrage de poésie, poème, etc.
II. action (p. opp. à πάθημα).
Étymologie: ποιέω.

English (Strong)

from ποιέω; a product, i.e. fabric (literally or figuratively): thing that is made, workmanship.

English (Thayer)

ποιήματος, τό (ποιέω), that which has been made; a work: of the works of God as creator, κτισθέντες by God ἐπί ἔργοις ἀγαθοῖς are spoken of as ποίημα τοῦ Θεοῦ (A. V. his workmanship), Herodotus, Plato, others; the Sept. chiefly for מַעֲשֶׂה.)

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ ποιώ
1. λογοτεχνικό δημιούργημα σε έμμετρο, ρυθμικό λόγο με φροντισμένη γλωσσική έκφραση
2. δημιούργημα του θεού («Αὐτοῡ γὰρ ἐσμεν ποίημα» ΚΔ)
νεοελλ.
κομψοτέχνημα, καλλιτέχνημα
αρχ.
1. στίχος από ποίημα
2. αφήγηση σε πεζό λόγο
3. πράξη, ενέργεια.

Greek Monotonic

ποίημα: -ατος, τό (ποιέω), οτιδήποτε φτιάχνεται ή γίνεται· απ' όπου,
I. έργο, σε Ηρόδ., Πλάτ.
2. ποιητικό δημιούργημα, ποίημα, σε Πλάτ.
II. πράξη, ενέργεια, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ποίημα: ατος τό
1) изделие (ποιήματα χρύσεα Her.; ποιήματα ἀργύρεα Luc.);
2) произведение, творение (Γλαύκου τοῦ Χίου Her.; sc. Δαιδάλου Plat.);
3) сочинение, вымысел (ἐραστοῦ Plat.);
4) стихотворение, поэма: π. Κρόνῳ συγκείμενον Plat. стихи в честь Крона;
5) дело, действие, деяние (εἴτε ποιήματα εἴτε παθήματα Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποίημα -ατος, τό [ποιέω] maaksel, artefact, product:. χρύσεα ποιήματα gouden gereedschappen Hdt. 4.5.3; τοὔνομα οἴει τινὸς ἄλλου ποίημα εἶναι ἢ ἐραστοῦ; denk je dat dat woord door iemand anders geproduceerd is dan door iemand die verliefd was? Plat. Resp. 474e. dichtwerk:. τὰ μετὰ μέτρου ποιήματα werken in versvorm Isocr. 2.7. handeling:. εἴτε ποιημάτων εἴτε παθημάτων (tegenstellingen) of het nu actieve handelingen of passieve ondervindingen zijn Plat. Resp. 437b.

Middle Liddell

ποίημα, ατος, τό, ποιέω
anything made or done; hence,
I. a work, Hdt., Plat.
2. a poetical work, poem, Plat.
II. a deed, act, Plat.