δνοφερός
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
ά, όν,
A dark, murky, νύξ Od.13.269; ὕδωρ Il.9.15, cf. Thgn.243; ἀχλύς A. Eu.379 (lyr.); κατὰ δ. γᾶς E.IT1266 (lyr.), etc.: metaph., δ. κᾶδος Pi.P.4.112; πένθος A.Pers.536 (lyr.).—Poet. word; but τὸ δνοφερόν gloom, Hp.Morb.Sacr.16.
German (Pape)
[Seite 651] dunkel, finster; Homer viermal: Odyss. 13, 269 νὺξ δὲ μάλα δνοφερὴ κάτεχ' οὐρανόν; 15, 50 νύκτα διὰ δνοφερήν; Iliad. 9, 15. 16, 4 κρήνη μελάνυδρος, ἥ τε κατ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ; – νύξ Pind. frg. 95 Soph. El. 91; ἀχλύς Aesch. Eum. 357; γῆ Eur. I. T 1265; δόμος Ἁχέροντος Andronic. (VII, 181); θύελλα Orph. Arg. 1187; auch übertr., κῆδος Pind. P. 4, 112; πένθος Aesch. Pers. 528, wie Anyte 13; – τὸ δνοφερόν. Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
δνοφερός: -ά, -όν, ζοφερός, σκοτεινός, ἀμαυρός, νὺξ Ὀδ. Ν. 269· ὕδωρ Ἰλ. Ι. 15· ὡσαύτως παρὰ Θεόγν. 243, καὶ Τραγ.· μεταφ., δν. κᾶδος Πίνδ. Π. 4. 200· πένθος Αἰσχύλ. Πέρσ. 536· - λέξις ποιητική· ἀλλά, τὸ δνοφερόν, «σκοτεινάδα», «μαυράδα», ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. 308. 10.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
sombre, obscur.
Étymologie: δνόφος.
English (Autenrieth)
English (Slater)
δνοφερός
1 gloomy “κᾶδος ὡσείτε φθιμένου δνοφερὸν ἐν δώμασι θηκάμενοι” (P. 4.112) βληχροὶ δνοφερᾶς νυκτὸς ποταμοὶ in the underworld fr. 130. 2, ad Θρ. 7.
Spanish (DGE)
-ά, -όν
• Alolema(s): γνοφ- LXX Ib.10.21, Mac.Aeg.Serm.B 61.1.6
• Morfología: [plu. dat. fem. δνοφερῇσι Hes.Th.826]
1 oscuro, opaco νύξ Od.13.269, Pi.Fr.130, S.El.91, Orac.Sib.4.13, γῆ Hes.Th.736, cf. Thgn.243, A.R.3.1055, AP 7.241 (Antip.Sid.), LXX l.c., Ἀσίδι τῇ δνοφερῇ en Asia la oscura prob. ref. a tierras negras y fértiles Orac.Sib.5.292, κατ' ... πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ Il.9.15, πέλαγος CEG 526.9 (Pireo IV a.C.), cf. Ath.41d, de ciertos fenóm. meteorológicos ἀχλύς A.Eu.379, cf. Q.S.9.264, θύελλα Orph.A.1182, de seres monstruosos γλῶσσαι de un dragón, Hes.Th.826, cf. Orph.H.39.8, de cosas naturalmente negras πίσση δ. la negra pez Hes.Fr.270, πίσσης δνοφερώτερος de la tinta de la sepia, Opp.H.3.158, c. ac. de rel. δ. ... ἄκρα νείατα ταρσῶν de cierto lobo, Opp.C.3.330, en sinéc. δνοφερῇ περικάππεσεν αἰχμῇ se atravesó con la lanza oscura, e.e., se atravesó en la oscuridad de la noche con su lanza Triph.576
•subst. τὸ δ. lo oscuro, lo neblinoso, caliginoso ἐκκρίνει ... τὸ δ. (el viento del Norte) aparta lo caliginoso Hp.Morb.Sacr.13.
2 fig. en rel. c. acontecimientos luctuosos negro, tenebroso, penoso πένθος A.Pers.536, cf. Ch.811, κᾶδος Pi.P.4.112, esp. de la tumba o el más allá δόμος IStratonikeia 1326.7 (heleníst.), Ἀχέροντος νεκυοστόλος οἶμος IPrusa 1028.1 (imper.), cf. AP 7.181 (Andronic.), ἡ δ. εἰς Ἀΐδα κάθοδος SEG 35.1166.13 (Lidia II/I a.C.)
•en lit. crist. del mundo del pecado γῆ Mac.Aeg.Serm.C 18.2.
Greek Monolingual
δνοφερός, -ά, -όν (Α) δνόφος
1. ζοφερός, σκοτεινός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δνοφερόν
σκοτάδι, μαυρίλα.
Greek Monotonic
δνοφερός: -ά, -όν, ζοφερός, σκοτεινός, μαύρος, σε Όμηρ., Τραγ.
Russian (Dvoretsky)
δνοφερός:
1) темный, мрачный (νύξ Hom., Pind., Soph.; ἀχλύς Aesch.; ὕπνου εὐναί Eur.; δόμος Ἀχέροντος Anth.);
2) перен. черный, мрачный, страшный (κᾶδος Pind.; πένθος Aesch.).