εὔκρατος
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
Ion. εὔκρητος, ον, (κεράννυμι)
A well-tempered, temperate, E.Fr.772; ἐγκέφαλος Democr. ap. Thphr.Sens.56; ἀήρ Pl.Ax.371d; ὥρα Arist.GA752b30; εὔκρατον ποιεῖ τὴν θερμότητα Id.PA652b26; of countries, D.S.1.10; τόποι Ath.Med. ap. Orib.9.12.5 (Sup.); οἰκήσεις Plb.34.1.8 (Comp.); οἶκος Aret.CA1.1; of the temperate zone, Stoic.2.195, etc.; μεῖξις Chrysipp.ib.219; of liquids, tempered, lukewarm, ὕδωρ IG5(1).1390.108 (Andania), cf. Gal.6.101, etc.; of wine, mixed for drinking, Arist.Pr.874a28. 2 metaph., temperate, mild, ὀλιγαρχία Id.Pol.1320b21; τὸ εὔ. τοῦ ἤθους M.Ant.1.15; Κύπρις AP 6.208 (Antip.Thess.): in Astrol., of beneficent planetary in fluences, Gal.9.911. 3 in Lit. Crit., εὔ. ἁρμονία, ἑρμηνεία, mixed style, D.H. Comp.21 (v.l. κοινή), Dem.3; συνθήκη ὀνομάτων Luc.Hist.Conscr. 46. II of persons, εὔκρητοι πρὸς ἅπαντας (cf. εὐκράς (A) 3) Hp. Decent.3. III Adv. -τως temperately, ἀνδρείως καὶ εὐ. Phld.Herc. 1251.14; temperately, Gal.1.342. 2 εὐ. ἔχειν to be temperate, of climate, Cleom.1.2; to be lukewarm, Artem.1.64.
German (Pape)
[Seite 1076] wohl gemischt, gut temperirt, ἀήρ, neben οὔτε χεῖμα σφοδρὸν οὔτε θάλπος ἐγγίγνεται, Plat. Ax. 371 d; vom Klima, wie D. Sic. 1, 10 u. Medic., bei denen εὔκρατον lauwarmes Getränk bedeutet; οἶνος, Arist. probl. 3, 18 u. Poll. 6, 23; übertr., gemäßigt, ὀλιγαρχία, Arist. polit. 6, 6; τοῦ ἤθους τὸ εὔκρατον, die Sanftmuth, M. Anton. 1, 15. – Adv. εὐκράτως, Medic. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὔκρᾱτος: Ἰων. εὔκρητος, ον, (κεράννυμι) καλῶς συγκεκερασμένος, Εὐρ. Ἀποσπ. 776· ἀὴρ Πλάτ. Ἀξ. 371D· ὥρα Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 12, 11· εὔκρατον ποιεῖν τὴν θερμότητα ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 7, 9· ἐπὶ χωρῶν, Διόδ. 1. 10· ἐπὶ τῆς εὐκράτου ζώνης, Διογ. Λ. 7. 156· ἐπὶ ὑγρῶν, μετρίας θερμότητος, χλιαρός, Γαλην., κλ.· ἐπὶ οἴνου, μεμιγμένος κατὰ καλὴν ἀναλογίαν καὶ πόσιν, Ἀριστ. Προβλ. 3. 18 ὁπόθεν, εὔκρατον, (ἀπολ.), αὐτόθι 22: πρβλ. ἄκρατος. 2) μεταφ., συγκεκερασμένος, ἤπιος, ὀλιγαρχία, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 6. 6, 1· ἦθος Μ. Ἀντών. 1. 15· Κύπρις Ἀνθ. Π. 6. 208. 3) ἐπὶ προσώπων, εὐκοινώνητος, εὐπροσήγορος, εὔκρ· πρὸς ἅπαντας (ἴδε εὐκράς 3) Ἱππ. 22. 47· - ὡς οὐσιαστ., εὔκρατον, τό, ἀφέψημα ἐκ πεπέρεως, κυμίνου καὶ ἀνίσου ἐν χρήσει ἐν τοῖς μοναστηρίοις, Σουΐδ. 1716Β (ταὐτὸν τῷ κυμινοθέρμῳ τοῦ Πτωχοπροδρόμου).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. bien mélangé, bien tempéré;
II. fig. 1 bien réglé, modéré ; τὸ εὔκρατον la modération, la mesure;
2 d’une humeur égale, doux.
Étymologie: εὖ, κεράννυμι.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔκρατος, -ον, Α ιων. τ. εὔκρητος, -ον)
αυτός που έχει καλή θερμοκρασία, καλό κλίμα, ο ήπιος, ο μέτριος (α. «εύκρατο κλίμα» — το κλίμα που δεν είναι ούτε πολύ ψυχρό ούτε πολύ θερμό
β. «οι εύκρατες ζώνες της γης» — οι ζώνες που περιλαμβάνονται μεταξύ τών πολικών και τροπικών κύκλων
γ. «εὔκρατος ἀήρ», Πλάτ.)
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τo εὔκρατον
αφέψημα που αποτελείται από πιπέρι, κύμινο και γλυκάνισο και τον οποίο χρησιμοποιούσαν σε μοναστήρια
αρχ.
1. (για υγρά) χλιαρός
2. (για κρασί) ο αναμιγμένος σε καλή αναλογία για να τον πιει κάποιος
3. μτφ. ήπιος, μετριασμένος («εὔκρατος ὀλιγαρχία», Αριστοτ.)
4. (για πρόσωπα) κοινωνικός, ευπροσήγορος («εὔκρητοι πρὸς ἅπαντας», Ιπποκρ.)
5. (για λόγο) αρμονικός, ήπιος, μαλακός («εὔκρατος ἁρμονία», Διον. Αλ.).
επίρρ...
εὐκράτως (Α)
1. μέτρια, ήπια
2. φρ. (για κλίμα ή ατμόσφαιρα) «εὐκράτως ἔχω» — είμαι μέτριος, χλιαρός, ήπιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εύ-κρα-τος
πρόκειται δηλ. για σύνθετο με α' συνθετικό το επίρρ. ευ και β' το ρηματικό επίθ. σε -τος του ρ. κεράννυμι (πρβλ. αρχ. εκυραής)].
Greek Monotonic
εὔκρᾱτος: Ιων. εὔ-κρητος, -ον (κεράννυμι), καλά αναμεμειγμένος, εύκρατος, ήπιος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
εὔκρᾱτος:
1) правильно смешанный, т. е. умеренный, мягкий (ἀήρ Plat.; ὥρα, ζέφυρος Arst.);
2) с умеренным или мягким климатом (γῆ Arst. - ср. 4; ζώνη Diod., Plut.);
3) нормальный, здоровый (ἐγκέφαλος Arst.);
4) плодородный (γῆ Diod. - ср. 2);
5) (надлежащим образом) разбавленный, некрепкий (οἶνος Arst., Plut.);
6) умеренный, ограниченный (ὀλιγαρχία Arst.);
7) кроткий, нежный (Κύπρις Anth.).