ἄδεια

From LSJ
Revision as of 15:00, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄδεια Medium diacritics: ἄδεια Low diacritics: άδεια Capitals: ΑΔΕΙΑ
Transliteration A: ádeia Transliteration B: adeia Transliteration C: adeia Beta Code: a)/deia

English (LSJ)

(A), ἡ, (ἀδεής Α

   A freedom from fear, Th.7.20; esp.safe conduct, amnesty, indemnity, ἀδείην διδόναι Hdt.2.121.ζ; τοῖς ἄλλοις ἄ. ἐδώκατε οἰκεῖν τὴν σφετέραν Antipho 5.77; ἐν ἀ. εἶναι Hdt.8.120; ἐν ἀ. οὐ ποιεῖσθαι τὸ λέγειν to hold it not safe, Id.9.42; τὸ σῶμά τινος εἰς ἄ. καθιστάναι Lys.2.15; τῶν σωμάτων ἄ. ποιεῖν Th.3.58; πολλὴν ἄ. αὐτοῖς ἐψηφισμένοι ἔσεσθε ποιεῖν ὅτι ἂν βούλωνται Lys.22.19; ἄ. τινι παρασκευάσαι Id.16.13, cf. D.13.17; παρέχειν Id.21.210; opp. ἄ. εὑρίσκεσθαι And.1.34, D.24.47; λαμβάνειν Id.18.286; ἀδείας τυγχάνειν 5.6; τοῦ μὴ πάσχειν ἄδειαν ἤγετε 19.149; μετὰ πάσης ἀδείας 18.305; μετ' ἀ. 22.25:—also γῆς ἄ. a secure dwelling-place, S.OC447:—licence to bring forward proposals or make charges, D.24.45, Plu.Per.31, etc.    2 Lit. Crit., licence, ἄ. ποιητική A.D. Pron.38.3, al., Him.Or.1.1; κωμική A.D.Pron.69.19.
ἄδεια (B), ἡ, (δέομαι)

   A abundance, plenty, Telesp.44.1 H.; κρεῶν Sch.Ar.Nu.386.

German (Pape)

[Seite 32] (ἀδεής), ἡ, Furchtlosigkeit, Sicherheit, ἐν ἀδείῃ οὐ ποιεῖσθαί τι, etwas für nicht gefahrlos halten, Her. 9, 42; bes. Sicherheit vor Strafe, ἄδειαν ποιησάμενος, nachdem er sich Straflosigkeit hatte zusichern lassen, Thuc. 6, 60; Plat. Legg. III, 701 a; τὰ σώματα εἰς ἄδειαν κατέστησαν Lys. 2, 15. Freiheit, ἄδεια τοῦ ποιεῖν ὅτι ἂν βούλωνται 30, 34; ἄδειαν ποιεῖν τινι, Einem Amnestie geben, Dem. 24, 9; so δοῦναι, mit folgdm inf., Antiph. 3, 77, u. öfter bei den Rednern; auch mit dem Artikel, τοῦ μὴ παθεῖν Dem. 24, 31; vgl. Boeckh Staatshaushalt II, p. 184; ψηφίζεσθαι Andoc. 1, 11; εὑρίσκεσθαί τινι Lys. 13, 55, verschaffen; ὧν ἐφρόνουν ἔλαβον ἄδειαν, sie durften ihre Gesinnungen ungestraft äußern, Dem. 18, 286; ἀδείας τυχεῖν, sicheres Geleit erhalten, 5, 6; ἐπ' ἀδείας, in S., Luc. Tim. 14; Plut. Sol. 22; ἐπὶ πολλῆς ἀδείας Caes. 2; ἄδ, πληγῶν καὶ κολάσεως qu. Rom. 111. Erlaubniß, Num. 10; so ἄδειαν διδόναι, c. inf., D. Sic. 20, 41.

Greek (Liddell-Scott)

ἄδεια: ἡ, (ἀδεὴς) ἀφοβία, ἀσφάλεια, Λατ. securitas, ἰδίᾳ ἐπὶ προσώπου, ἀδείην διδόναι, = παρέχειν ἀσφάλειαν ζωῆς, ἀμνηστίαν, Ἡρόδ. 2. 121, 6· τοῖς ἄλλοις ἄδειαν δεδώκατε οἰκεῖν τὴν σφετέραν, Ἀντιφῶν 138· 24· ἐν ἀδείῃ εἶναι, Ἡρόδ. 8. 120· οὐκ ἐν ἀδείῃ ποιεῖσθαι τὸ λέγειν, οὐχὶ ἀσφαλές, ὁ αὐτ. 9. 42· τὸ σῶμά τινος εἰς ἄδειαν καθιστάναι, Λυσ. 192. 4· τῶν σωμάτων ἄδειαν ποιεῖν, Θουκ. 3. 58· ὡσαύτως, ἄδειαν ψηφίζεσθαι περί τινος, Λυσ. 166· 7· ἄδ. τινὶ παρασκευάζειν, παρέχειν, Δημ. 171. 7, κτλ.· ἀντίθετον πρὸς τὸ ἄδειαν εὑρίσκεσθαι, λαμβάνειν ἀμνηστίαν, ἀσφάλειαν, Ἀνδοκ. 3. 14· λαμβάνειν, Δημ. 321. 10· ἀδείας τυγχάνειν, ὁ αὐτ. 58. 16· τοῦ μὴ πάσχειν ἄδειαν ἤγετε, ὁ αὐτ. 387. 17· μετὰ πάσης ἀδείας, ὁ αὐτ. 327. 9· μετ’ ἀδείας, 601. 13: - ὡσαύτως γῆς ἄδ., ἀσφαλὴς κατοικία, Σοφ. Ο. Κ. 447: - εἰς ὡρισμένας περιστάσεις ἐν Ἀθήναις οἱ κατήγοροι ἦσαν ὑποχρεωμένοι νὰ λαμβάνωσιν ἄδειαν, ἤτοι ἀσφάλειαν, πλήρη ἐλευθερίαν, ὅπως ὁμιλήσωσι, Δημ. 715. 14, Πλουτ. Περ. 31, πρβλ. Λεξ. Ἀρχαιοτήτων.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. sécurité, sûreté : τῶν σωμάτων ἄδειαν ποιεῖν τισιν THC garantir la sûreté des personnes ou la vie sauve ; ἔχειν γῆς ἄδειαν SOPH vivre qqe part en toute sécurité ; μετ’ ἀδείας, ἐπ’ ἀδείας en sûreté ; μετὰ πάσης ἀδείας, ἐπὶ πολλῆς ἀδείας en toute sûreté;
II. impunité : ἄδειαν ποιεῖσθαι THC s’assurer l’impunité ; amnistie;
III. liberté de faire, de dire qch : οὐκ ἐν ἀδείῃ ποιεύμενοι τὸ λέγειν HDT ne se jugeant pas libre de dire sans danger;
IV. t. de droit att.
1 autorisation accordée par l’Assemblée du peuple à tout citoyen de proposer certaines résolutions et d’agir contrairement à des décisions antérieures;
2 sauf-conduit.
Étymologie: ἀδεής¹.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): ἀδέεια Anecd.Ludw.204.23
abundancia, riqueza Teles 4.44, κρεῶν Sch.Ar.Nu.386a, cf. prob. op. por la ortografía a 1 ἄδεια Anecd.Ludw.l.c.
-ας, ἡ
1 falta de miedo, sentimiento de seguridad πυλῶν ... διὰ τὴν ἄδειαν ἀνεῳγμένων Th.7.29.
2 falta de peligro, seguridad ἐν ἀδείῃ Hdt.8.120, cf. X.Mem.2.1.5, τῶν Ἡρακλέους παίδων τὰ μὲν σώματα εἰς ἄδειαν κατέστησαν pusieron en seguridad las personas de los hijos de Heracles Lys.2.15, ἄδειαν παρασκευάσαι Lys.16.13, D.13.17, τοῦ δὲ μὴ πάσχειν ... ἄδειαν ἤγετε D.19.149, μετὰ πάσης ἀδείας D.18.305, Vit.Aesop.G 97, μετ' ἀδείας D.22.25, ἐπὶ πολλῆς ἀδείας Plu.Caes.2, cf. Fauorin.De Ex.6.11, Cor.34, γῆς lugar seguro S.OC 447
inmunidad τῶν σωμάτων ἄ. ποιεῖν Th.3.58
derecho de inmunidad, POxy.1119.17 (II d.C.)
salvación μηδεμίαν ... ἐλπίδα ἀδείας ἔχοντι D.C.43.8.4.
3 impunidad ἐπαγγέλλεσθαι ἀδείην ... διδόντα anunciar que concede la impunidad (al ladrón), Hdt.2.121ζ, ἄδειαν λαμβάνειν obtener la impunidad D.18.286, D.C.60.16.2, ἀδείας τυγχάνειν D.5.6, ἄδειαν εὑρόμενος obteniendo la impunidad And.Myst.34, cf. D.24.47, D.C.40.52.3, ἐν ὅσοις ἄλλοις ἄδειαν ἔδωκεν ὁ νόμος Arist.EN 1132b15, cf. POxy.34ue.3.4 (II d.C.), c. ποιέω en v. med. ἐν ἀδείῃ οὐ ποιευμένων τὸ λέγειν no habiéndose asegurado la impunidad para hablar Hdt.9.42, ἄδειαν ποιησάμενος Th.6.60
esp. de la autorización legal para promover ciertas acciones, D.24.45, Plu.Per.31.
4 licencia, libertad c. inf. ποιεῖν ... ὅτι ἄν βούλωνται Lys.22.19, οἰκεῖν τὴν σφετέραν Antipho 5.77, ἄδειαν δὲ τὰ κοινὰ διαρπάζειν τῷ βολουμένῳ πεποίηκεν D.24.9, περιβάλλειν οὐκ οὔσης ἀδείας no existiendo libertad para abrazarse Philostr.Im.1.12.3, ἄ. μὲν ἀποδίδοσθαι, ἄ. δὲ ὠνεῖσθαι Philostr.Gym.45, μετὰ πάσης ἀδείας ἄρξομαι λέγειν comenzaré a hablar con entera libertad, Vit.Aesop.G 89
autorización, permiso βουλομένοις αὐτοῖς λειτουργεῖν παρέχομεν ἄδιαν IEphesos 43.24, cf. 27 (IV d.C.)
libre disposición, plena libertad para disponer de algo PLond.1716.5 (IV d.C.), para testar PMasp.151.26 (VI d.C.)
oportunidad ἀδείας τυγχάνειν Aesop.133
prec. ποιητικὴ ἄ. licencia poética A.D.Pron.38.3, Him.9.1, κωμικὴ ἄ. A.D.Pron.69.19.
5 peyor. libertinaje ἄδεια γὰρ καὶ ἐλευθερία Iust.Phil.Dial.1.5.
6 inactividad, descanso, abstención Hsch., τοῦ ἀμᾶν Eust.1162.47, cf. 1140.24, 1180.17.

Greek Monotonic

ἄδεια: ἡ (ἀδεής), ελευθερία από φόβο, αφοβία· ἀδείην διδόναι, παρέχω αμνηστία, αποζημίωση, εγγύηση, εξασφάλιση, ασφάλεια ζωής, σε Ηρόδ.· ἐν ἀδείῃ εἶναι, στον ίδ.· τῶν σωμάτων ἄδειαν ποιεῖν, σε Θουκ.· ἄδειάν τινι παρασκευάζειν, παρέχειν, σε Δημ.· αντίθ. προς το ἄδειαν λαμβάνειν, το να λαμβάνει κάποιος ασφάλεια, εγγύηση ζωής, στον ίδ.· ἀδείας τυγχάνειν, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄδεια: ион. ἀδείη
1) безопасность, неприкосновенность (εἰρήνη καὶ ἄ. Plut.): μετ᾽ ἀδείας Thuc., Dem. и ἐπ᾽ ἀδείας Plut. в безопасности; ούκ ἐν ἀδείῃ ποιέεσθαι τὸ λέγειν Her. считать небезопасным говорить (о чем-л.); τῶν σωμάτων ἄδειαν ποιεῖν τινι Dem. обеспечить кому-л. личную безопасность; γῆς ἄ. Soph. возможность безопасного пребывания или передвижения в стране;
2) свобода (действий), право: ἄ. τοῦ ποιεῖν τι Lys. право беспрепятственно делать что-л.;
3) освобождение от наказания, ненаказуемость (ἄ. πληγῶν καὶ κολάσεως Plut.): ἀδείας τυχεῖν Dem. получить гарантию неприкосновенности.

Middle Liddell

ἀδεής
freedom from fear, ἀδείην διδόναι to grant an amnesty, indemnity, Hdt.; ἐν ἀδείῃ εἶναι Hdt.; τῶν σωμάτων ἄδειαν ποιεῖν Thuc.; ἄδειάν τινι παρασκευάζειν, παρέχειν Dem.; opp. to ἄδειαν λαμβάνειν to receive indemnity, Dem.; ἀδείας τυγχάνειν Dem.

English (Woodhouse)

immunity, impunity, indemnity, safe conduct, safe-conduct, a free pardon, freedom from danger, rights of sanctuary

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)