συνεπισχύω

From LSJ
Revision as of 17:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπισχύω Medium diacritics: συνεπισχύω Low diacritics: συνεπισχύω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΣΧΥΩ
Transliteration A: synepischýō Transliteration B: synepischyō Transliteration C: synepischyo Beta Code: sunepisxu/w

English (LSJ)

   A join in supporting, assist, X.Mem.2.4.6; τισι LXX 2 Ch.32.3, Plb.6.6.10, etc.; κατά τινων Id.6.8.1; ταῖς πλεονεξίαις αὐτῶν Id.28.5.5; σ. μοι ἀπαιτοῦντι BGU1189.14 (i B.C./i A.D.); αὐτοῖς ἀντεχομένοις ib.1795.9 (i B.C.), cf. PSI10.1160.9 (i B.C.); τοὺς ἄρχοντας συνεπισχύειν τοῖς ἀγορανόμοις, ὅπως . . SIG799.19 (Cyzicus, i A.D.), cf. IG22.1013.6.    2 Astrol., combine energy, of planetary influence, Vett.Val.107.14.    3 Medic., of symptoms, σ. πρὸς <τὸν> τοῦ κάμνοντος κίνδυνον contribute to... Gal.17(1).628.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπισχύω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπισχύω, ὑποστηρίζω, βοηθῶ, συμβοηθῶ, Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6· τινὶ Πολύβ. 6. 6, 10, κτλ.· κατά τινος αὐτόθι 6. 8, 1· σ. ταῖς πλεονεξίαις τινὸς ὁ αὐτ. 28. 5, 5· ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἑνώνω τὰς δυνάμεις μου μετά τινος ἄλλου ἐπὶ κακῷ, συνωμοτῶ, τινὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 6.

French (Bailly abrégé)

joindre ses forces à celles de, aider de toutes ses forces, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπισχύω.

Spanish

dar fuerza, dar poder mágico

Greek Monolingual

Α
1. ενισχύω κάποιον σε συνεργασία με κάποιον άλλο
2. ιατρ. συντελώ («συνεπισχύειν πρὸς [τὸν] τοῡ κάμνοντος κίνδυνον», Γαλ.)
3. αστρολ. (για πλανήτες) συνδυάζω ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπισχύω «ενισχύω, δυναμώνω»].

Greek Monotonic

συνεπισχύω: μέλ. -ύσω [ῡ], ενισχύω, ενδυναμώνω, υποστηρίζω κάποιον από κοινού, συνεπικουρώ κάποιον, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επ-ισχύω mede zijn kracht ervoor inzetten.

Russian (Dvoretsky)

συνεπισχύω: подкреплять своими силами, оказывать содействие, приходить на помощь Xen.: σ. τινί Polyb. оказывать поддержку кому(чему)-л.

Middle Liddell

fut. ύσω
to join in supporting, Xen.