ἀπόκρυφος
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
ον,
A hidden, concealed, E.HF1070(lyr.); ἐν ἀποκρύφῳ = in secret, Hdt.2.35; ἀ. θησαυροί hidden, stored up, Ep.Col.2.3; underhand, μηδὲν ἀ. πεποιῆσθαι Vit.Philonid.p.2C. 2 c. gen., ἀπόκρυφον πατρός unknown to him, X.Smp.8.11. II obscure, recondite, hard to understand, Id.Mem.3.5.14; γράμματα Call.Fr.242; ἀ. σύμβολαδέλτων, of hieroglyphics, Hymn.Is.10; στήλη PMag.Par.1.1115; βίβλος PMag.Leid.W.25.14; -κρύφων μύσται Vett.Val.7.30; ἀ. αἰτία Procl.in Ti.1.53D., cf. eund.in Prm.p.549 S. III Adv. ἀποκρύφως = secretly, Aq.Hb.3.14, Vett.Val.301.5.
German (Pape)
[Seite 309] versteckt, heimlich, δέμας Eur. Herc. fur. 1069; ἀπόκρυφον πατρός, ohne des Vaters Wissen, Xen. Symp. 8, 11; abs., Mem. 3, 5. 14; καθαρμός Ep. ad. 198 (App. 100). Dah. βιβλία, geheime, Suid.; auch = untergeschoben, unächt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκρῠφος: -ον, κεκρυμμένος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1070· ἐν ἀποκρύφῳ, κρυφίως, μυστικῶς, Ἡρόδ. 2. 35· ἀπ. θησαυροί, κεκρυμμένοι, ἐναποτεθειμένοι, Ἐπιστ. π. Κολ. β΄, 31.· 2) μετὰ γεν., ἀπόκρυφον πατρός, ἄγνωστον εἰς αὐτόν, Ξεν. Συμπ. 8. 11. ΙΙ. ἀσαφής, σκοτεινός, δυσκατάληπτος, ὁ αὐτ. Ἀπομν. 3. 5, 14· γράμματα Καλλ. Ἀποσπ. 242· ἀπ. σύμβολα δέλτων, ἐπὶ ἱερογλυφικῶν, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 1028. 10. ΙΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. ἐπὶ βιβλίων, ὁτὲ μὲν νόθων, ὁτὲ δὲ μὴ κανονικῶν, μὴ ἀνεγνωρισμένων ὑπὸ τοῦ χριστιανισμοῦ, ἴδε Suicer ἐν λ. - Ἐπίρρ. -φως Ἀκύλας Παλ. Διαθ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
soustrait aux regards, caché, secret ; τὸ ἀπόκρυφον pudenda muliebria.
Étymologie: ἀποκρύπτω.
Spanish (DGE)
(ἀπόκρῠφος) -ον
I 1escondido, oculto, δέμας E.HF 1070, θησαυροί LXX Is.45.3, ἀποκαλύπτει βαθέα καὶ ἀπόκρυφα LXX Da.2.22, cf. Arist.Mir.841a24, Ep.Col.2.3
•secreto μηδὲ[ν] ἀπόκρυφον [πεπο] ῆσθαι πρὸς αὐτούς Vit.Philonid.p.56
•gener. en secreto ἐν ἀποκρύφῳ ... ποιέειν Hdt.2.35, ἐν ἀποκρύφοις ... ἐθησαυρίσαντο Ph.1.174, cf. LXX De.27.15, PMag.12.321
•a escondidas de, desconocido para c. gen. πατρός X.Smp.8.11, c. dat. A.Thom.A 34 (152.8).
2 difícil de entender, oscuro οὐδὲν ἀπόκρυφον δοκεῖ μοι εἶναι X.Mem.3.5.14, στήλη PMag.4.1115
•enigmático, misterioso, secreto τὰ Φοινίκων ... βιβλία Sud.s.u. Φερεκύδης (= Pherecyd.Syr.A 2), γράμματα Call.Fr.468, σύμβολα Hymn.Is.10 (Andros), αἰτία Procl.in Ti.1.53
•con significado secreto ἐν ἀποκρύφῳ Procop.Gaz.M.87.941B.
II apócrifo ref. a libros no canónicos ἐν ἀποκρύφοις Origenes M.11.65B, Eus.HE 4.22.9, Aug.Ciu.15.23.
III adv. -ως
1 secretamente φαγεῖν πένητας ἀ. Aq.Hb.3.14.
2 con un lenguaje misterioso φανερῶς τε ἅμα καὶ ἀ. δι' ἀλληγοριῶν τὰ λεχθέντα Epiph.Const.Or.S.C.19 (p.182.16).
English (Strong)
from ἀποκρύπτω; secret; by implication, treasured: hid, kept secret.
English (Thayer)
ἀπόκρυφον (ἀποκρύπτω), hidden, secreted: stored up: Theod.); Xenophon, Euripides; (cf. Lightfoot on the word, Colossians , the passage cited and Ignatius i. 351 f).)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπόκρυφος, -ον)
Ι. 1. ο κρυφός, ο μυστικός
2. ο άρρητος, ο εσωτερικός
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Απόκρυφα
ψευδεπίγραφα βιβλία της ΠΔ και της ΚΔ, τα οποία έχουν αποκλειστεί από τους Ιερούς Κανόνες
μσν.- νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μυστικό (ή τα μυστικά)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα απόκρυφα (μέρη)
τα γεννητικά όργανα
αρχ.-μσν.
απρόσιτος στους πολλούς ανεξήγητος
αρχ.
1. «απόκρυφα γράμματα» ή «απόκρυφα σύμβολα» — τα ιερογλυφικά
2. «απόκρυφοι μύσται» — οι μυημένοι
II. επίρρ. απόκρυφα (AM ἀπόκρύφως)
μυστικά.
Greek Monotonic
ἀπόκρῠφος: -ον (ἀποκρύπτω)·
I. 1. αυτός που τηρείται κρυφός, συγκεκαλυμμένος, σε Ευρ.· ἐν ἀποκρύφῳ, στα κρυφά, σε Ηρόδ.
2. με γεν., αυτός που κρατείται στην αφάνεια, για κάποιον, άγνωστος σε κάποιον, σε Ξεν.
II. ασαφής, συγκεχυμένος, σκοτεινός, δύσληπτος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόκρῠφος: скрытый, сокровенный, тайный: ἐν ἀποκρυφῳ Her. втайне, скрыто; ἀπόκρυφον δέμας κρύψαι Eur. скрыться, спрятаться: ἀπόκρυφόν τινος Xen. втайне от кого-л.; οὐδὲν ἀπόκρυφον Xen. совершенно очевидно.
Middle Liddell
ἀποκρύπτω
I. hidden, concealed, Eur.; ἐν ἀποκρύφωι in secret, Hdt.
2. c. gen. concealed from, unknown to one, Xen.
II. obscure, hard to understand, Xen.
Chinese
原文音譯:¢pÒkrufoj 阿坡-克呂賀士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:從-隱藏(的)
字義溯源:祕密,隱藏的,藏著的,隱瞞;源自(ἀποκρύπτω)=隱藏起來);由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(κρύπτω)*=隱藏)組成
出現次數:總共(3);可(1);路(1);西(1)
譯字彙編:
1) 隱瞞的事(2) 可4:22; 路8:17;
2) 隱藏著(1) 西2:3