χαμαιπετής

From LSJ
Revision as of 10:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαιπετής Medium diacritics: χαμαιπετής Low diacritics: χαμαιπετής Capitals: ΧΑΜΑΙΠΕΤΗΣ
Transliteration A: chamaipetḗs Transliteration B: chamaipetēs Transliteration C: chamaipetis Beta Code: xamaipeth/s

English (LSJ)

ές, (πίπτω)    A falling to the ground, χ. πίπτει πρὸς οὖδας E.Ba.1111 (s. v. l.); φόνος χ. blood that has fallen on the earth, Id.Or.1491 (lyr.); δόμοι . . χαμαιπετεῖς ἔκεισθ' ἀεί ye were lying prostrate, A.Ch.964 (lyr.); grovelling, μηδὲ . . χαμαιπετὲς βόαμα προσχάνῃς ἐμοί Id.Ag.920; χ. [βέλος], of a spent missile, Aen.Tact.32.9; χ. ἐλαῖαι windfall olives, Luc.Lex.13.    2 lying or sleeping on the ground, χ. ἀεὶ ὢν καὶ ἄστρωτος Pl.Smp.203d.    3 on the ground, χ. στιβάς, εὐνή, E.Tr.507, Cyc.386; δεῖπνον Posidon.5J.    4 of trees, creeping, dwarf, Plb.13.10.8.    5 flying low, χ. στρουθοί Luc.Dips.2.    6 Adv. -τῶς along the ground, like a goose's flight, Id.Icar.10.    II metaph., falling to the ground, i. e. coming to naught, λόγοι, ἔπος, Pi.O.9.12, P.6.37.    2 grovelling, low, of style, κομιδῇ πεζὸν καὶ χ. Luc.Hist.Conscr.16, cf. Somn.13.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιπετής: -ές, (πίπτω) χαμαὶ ἐξηπλωμένος (ἐκ πτώσεως), χ. πίπτει πρὸς οὖδας Εὐρ. Βάκχ. 1111· χ. φόνος, αἷμα πεσὸν κατὰ γῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1491· δόμοι ... χαμαιπετεῖς ἔκεισθ’ ἀεί, ἦσθε ἐξηπλωμένοι κατὰ γῆς, Αἰσχύλ. Χο. 964· μηδὲ ... χαμοπαιτὲς βόαμα προσχάνῃς ἐμοὶ (ἴδε ἐν λ. προσχάσκω), ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 920. 2) ὁ κατὰ γῆς κείμενος ἢ κοιμώμενος, ἐπὶ τοῦ Ἔρωτος, χαμαιπ. ἀεὶ ὢν καὶ ἄστρωτος Πλάτ. Συμπ. 203D. 3) ὁ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους ἡπλωμένος, χ. στιβάς, εὐνὴ Εὐρ. Τρῳ. 507, Κύκλ. 385. 4) ἐπὶ δένδρων, ὡς τὸ χαμαίζηλος, ἕρπων κατὰ γῆς, μὴ ἀναπτυσσόμενος πολὺ ὑπὲρ τὸ ἔδαφος, ἔστι καὶ Θρᾴκης ἔρημον πεδίον, χαμαιπετῆ δένδρα ἔχον Πολύβ. 13. 10, 7 πρβλ. Πολυαίνου Στρατηγ. Η΄, κγ΄, 10. 5) Ἐπίρρ. -τῶς, κατὰ γῆς, ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, ὡς ἵπταται ὁ χήν, Λουκ. Ἰκαρομ. 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «χαμαιπετῶς· ὥστε μὴ εἰς τοὔδαφος ῥῖψαι». ΙΙ. μεταφ., ὁ κατὰ γῆς πίπτων, δηλ. μὴ φέρων ἀποτέλεσμα, μάταιος, Πινδ. Ο. 9. 19, Π. δ. 37· πρβλ. τὸ προηγ. καὶ ἴδε χαμαὶ Ι. 2. 2) ταπεινός, χαμηλός, ἐπὶ ὕψους, κομιδῇ πεζόν καὶ χαμ. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 16. πρβλ. Ἐνύπν. 13. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σελ. 279 281, 317, 861, 862.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 tombé à terre, couché ou gisant à terre;
2 qui est à terre, bas, très petit, nain ; fig. bas, commun, vulgaire;
3 qui se penche à terre, courbé vers la terre.
Étymologie: χαμαί, πίπτω.

English (Slater)

χᾰμαιπετής
   1 falling to the ground; ineffectual οὔτοι χαμαιπετέων λόγων ἐφάψεαι (O. 9.12) χαμαιπετὲς δ' ἄῤ ἔπος οὐκ ἀπέριψεν (P. 6.37)

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
χαμαίζηλος
αρχ.
1. αυτός που έχει πέσει στο έδαφος («δόμοι... χαμαιπετεῑς», Αισχύλ.)
2. απλωμένος στο έδαφοςἔπειτα φύλλων ἐλατίνων χαμαιπετῆ ἔστρωσε εὐνὴν πυρὸς φλογί», Ευρ.)
3. (για τον Έρωτα) χαμαιεύνης
4. μτφ. αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, μάταιος («χαμαιπετέων λόγων», Πίνδ.).
επίρρ...
χαμαιπετῶς ΜΑ
καταγής, χαμαί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -πετής (< θ. πετ- της απαθούς βαθμίδας της ρίζας του ρ. πίπτω), πρβλ. δυσ-πετής, περι-πετής].

Greek Monotonic

χᾰμαιπετής: -ές (πίπτω
I. 1. αυτός που πέφτει στο έδαφος, σε Ευρ.· χαμαιπετὴς φόνος, αίμα που έχει πέσει στο έδαφος, στον ίδ.· χαμαιπετεῖς ἔκεισθε, ήσαστε ξαπλωμένοι κατάχαμα, σε Αισχύλ.
2. ξαπλωμένος στο έδαφος, σε Πλάτ.
3. πάνω στο έδαφος, εὐνή, σε Ευρ.
4. επίρρ., χαμαιπετῶς, κατά μήκος του έδαφους, όπως το πέταγμα της χήνας, σε Λουκ.
II. μεταφ., αυτός που πέφτει στο έδαφος, δηλ. ατελέσφορος, μάταιος, σε Πίνδ.
2. ταπεινός, χαμηλός, λέγεται για το ύφος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

χᾰμαιπετής:
1) упавший на землю (ὑψόθεν χ. πίπτει Eur.);
2) лежащий на земле (φόνος χ. ματρός Eur.): χαμαιπετὲς βόαμα προσχαίνειν τινί Aesch. упав ниц, громко приветствовать кого-л.; χ. ἐν ὁδοῖς ὑπαίθριος χοιμώμενος Plat. спящий под открытым небом (тж. на голой земле или на дорогах); στιβὰς χ. Eur. постель (прямо) на земле;
3) ходящий по земле, т. е. не умеющий летать (στρουθοὶ οἱ μεγάλοι Luc.);
4) приземистый, низкий (δένδρα Polyb.; ἐλαία Luc.);
5) низкий, низменный, пошлый: χ. καὶ χαμαίζηλος Luc. весь во власти низменных побуждений; ὑπόμνημα τῶν γεγονότων κομιδῇ χαμαιπετές Luc. исторический рассказ в грубом (вульгарном) стиле;
6) бесполезный, напрасный, пустой (ἔπος, λόγος Pind.).

Middle Liddell

χᾰμαι-πετής, ές πίπτω
I. falling to the ground, Eur.; χ. φόνος blood that has fallen on the earth, Eur.; χαμαιπετεῖς ἔκεισθε ye were lying prostrate, Aesch.
2. lying on the ground, Plat.
3. on the ground, εὐνή Eur.
4. adv. -τῶς, along the ground, like a goose's flight, Luc.
II. metaph. falling to the ground, i. e. coming to naught, Pind.
2. grovelling, low, of style, Luc.

English (Woodhouse)

fallen on the ground, lying on the ground

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)