ἔνυδρος

From LSJ
Revision as of 10:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνυδρος Medium diacritics: ἔνυδρος Low diacritics: ένυδρος Capitals: ΕΝΥΔΡΟΣ
Transliteration A: énydros Transliteration B: enydros Transliteration C: enydros Beta Code: e)/nudros

English (LSJ)

ον, (ὕδωρ)    A with water in it, holding water, ἔ. τεῦχος, i.e. a bath, A.Ag.1128 (lyr.); of countries, well-watered, Ἄργος ἔ. Hes. Fr.24; Αἴγυπτος ἐοῦσα . . ὑπτίη τε καὶ ἔ. Hdt.2.7 (ἄνυδρος codd.), cf. X.Cyr.3.2.11; opp. χερσαῖος, PMasp.188.5 (vi A.D.); τὸ ἔ. abundance of water, Hdn.6.6.4.    2 of water, watery, νάματα, λίμνη, E.Ph.659 (lyr.), Ion872 (anap.).    3 living in or by water, νύμφαι ἔ. λειμωνιάδες who haunt the watery meads, S.Ph.1454 (anap.); of plants, growing in water, δόναξ Ar.Ra.234, cf. Thphr.HP1.14.3, 5.3.4; of animals, Pl.Sph.220b, Plt.264d; of fish, Arist.IA713a10, Ti. Locr.104e; of birds, Arist.HA559a21; τὰ ἔ. (sc. ζῷα) ib.487a26.    4 of land, in the water, submerged, Id.Mete.352a22.

German (Pape)

[Seite 860] im Wasser; – a) mit Wasser angefüllt; τεῦχος Aesch. Ag. 1099, von der Badewanne; νάματα, λίμνη, Eur. Phoen. 659 Ion 872; χωρίον, mit Wasser wohl versehen, Xen. Cyr. 3, 2, 11; τὸ ἔνυδρον, der Wasserreichthum, Hdn. 6, 6, 5. – b) im Wasser lebend; Νύμφαι, Wassernymphen, Soph. Phil. 1440; von Thieren, Plat. Soph. 220 b u. öfter; dem ξηροβατικόν entggstzt, Polit. 264 d; δόναξ Ar. Ran. 234. – Ὁ ἔνυδρος, = ἔνυδρις, sagt der Böoter Ar. Ach. 880.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνυδρος: -ον, (ὕδωρ) ἔχων ὕδωρ, περιέχων ὕδωρ, ἔνυδρον τεῖχος, λουτήρ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1128· ἐπὶ χωρῶν, ἀντίθετ. τῷ ἄνυδρος, ἄϋδρος, Ἄργος ἔνυδρον, καλῶς ποτιζόμενον, Ἡσ. Ἀποσπ. 72, Gottl.· Αἴγυπτος ἐοῦσα... ὑπτίη τε καὶ ἔνυδρος Ἡρόδ. 2. 7. (κατὰ Schw. ἀντὶ ἄνυδρος)· ἔν. τόποι, χωρία Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 26, κ. ἀλλ.· μέροςχωρίον ἔχον ὕδωρ, καταμαθὼν ἔνθα αἱ σκοπιαὶ ἦσαν τῶν Χαλδαίων ἐρυμνόν τε ὂν καὶ ἔνυδρον Ξεν. Κύρ. 3. 2, 11· τὸ ἔνυδρον, ἀφθονία ὕδατος, Ἡρῳδιαν. 6. 6. 2) ἐξ ὕδατος ὑδάτινος, λίμνης... ἐνύδρου Τριτωνιάδος Εὐρ. Ἴων 872· νάματ’ ἔνυδρα ὁ αὐτ. Φοίν. 659. 3) ζῶν ἐν τοῖς ὕδασιν ἢ περὶ τὰ ὕδατα, νύμφαι ἔνυδροι λειμωνιάδες, αἱ συχνάζουσαι εἰς τοὺς δροσεροὺς πλήρεις ὑδάτων λειμῶνας, Σοφ. Φ. 1454· ἐπὶ φυτῶν, ὁ φυόμενος ἢ τρεφόμενος ἐν τῷ ὕδατι ἢ παρὰ τὸ ὕδωρ, δόναξ Ἀριστοφ. Βάτρ. 234, πρβλ. Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 14, 3, κτλ.· ἐπὶ ἐμψύχων, ζῶν ἐν τῷ ὕδατι, τοῦ δὲ ἐνύδρου (γένους ἡ θήρα) σχεδὸν τὸ σύνολον (λέγεται) ἁλιευτικὴ Πλάτ. Σοφ. 220Β, Πολιτικ. 264D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 13, κ. ἀλλ.· τὰ ἔνυδρα Τίμ. Λοκρ. 104Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 abondant en eau;
2 qui vit dans l’eau;
3 rempli d’eau.
Étymologie: ἐν, ὕδωρ.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de lugares que tiene agua, rico en agua, húmedo Ἄργος op. ἄνυδρος Hes.Fr.128, Αἴγυπτος Hdt.2.7, cf. Arr.Ind.32.4, νάματα E.Ph.659, λίμνη E.Io 872, cf. X.Cyr.3.2.11, πεδίον Vit.Aesop.G 94, τὴν γῆν ἔνυδρον γενέσθαι D.S.12.58, σύσκιοι τόποι καὶ ἔνυδροι Dsc.3.3.1, τὸ εὐψυχὲς καὶ ἔ. τῆς πόλεως Hdn.6.6.4
cubierto por las aguas τόποι op. χερσεύων ‘desecado’, Arist.Mete.352a22
subst. χερσαῖα γὰρ εἰς ἔνυδρα μετεβάλλετο LXX Sap.19.19
de recipientes provisto de agua, lleno de agua τεῦχος A.A.1128
fig., crist. de las almas regadas por la fe, Origenes Fr.in Ps.142.5-6.
2 de seres vivos o asim. acuático, que vive, crece o se mueve por el agua δόνακος, ὃν ὑπολύριον ἔνυδρον ἐν λίμναις τρέφω Ar.Ra.234, Νύμφαι τ' ἔνυδροι λειμωνιάδες S.Ph.1454, en textos mág., de démones PMag.5.168
esp. cien. (τὰ ξύλα) ἔνυδρα καὶ ὑδατώδη Thphr.HP 5.3.4, κόριον ἔνυδρον n. dado al adianto o culantrillo de pozo Ps.Dsc.4.134, zool. ref. especies anim. φῦλον (νευστικοῦ ζῴου) op. τὸ πτηνόν Pl.Sph.220b, op. ξηροβατικός Pl.Plt.264d, cf. Vett.Val.105.2, αἱ ... φῶκαι Arist.PA 697b4, ὄρνιθες ἔνυδροι aves acuáticas Longus 1.30.6, op. ξηροβατικός Arist.HA 559a21, op. χερσαῖος Thphr.HP 1.14.3, cf. Ath.353f, Luc.Halc.7, op. ἐναέριος Gal.5.883, gener. οὐκ ἔστι δ' ἔνυδρον ζῷον ὁ ἄνθρωπος Str.17.1.36
subst. τὰ ἔνυδρα animales acuáticos op. οἱ ὄρνιθες, τὰ πτηνά Arist.IA 713a10, Ti.Locr.104e, Ael.Prom.43.16, sin especificar, Gal.5.540, Erot.Fr.Pap.Tefn.A 2.65, dif. de ‘peces’ τὰ ἔνυδρα καὶ τοὺς ἰχθύας Ptol.Tetr.2.8.9
fil., de entidades abstr. que existe en el agua ἐναιθέριοί τινες δυνάμεις ... καὶ ἐναέριοι καὶ ἔνυδροι Placit.1.7.31, πολλοὺς γὰρ αἱ ψυχαὶ κατιοῦσαι περιβάλλονται χιτῶνας, ἀερίους ἢ ἐνύδρους Procl.in Ti.1.112.22.
3 ref. al clima que contiene agua, que trae lluvia νεφέλαι E.El.733
lluvioso τὸ δὲ φθινόπωρον ἔνυδρον εἶναι Gp.1.12.28.
4 que ocurre en el agua, e.e., en el mar ἐκ δ' ἐνύδρων μόχθων τε καὶ ἐκ παράλοιο διαίτης δώματα ποιμαίνουσι Man.4.534
τέχναι ἔνυδροι artes que se realizan con agua o que tienen que ver con el agua unido a τέχναι ἔμπυροι Gr.Nyss.Paup.1.102.9.
II subst. ὁ ἔ. mineral. n. de una gema o piedra preciosa que exuda como si tuviera en su interior una fuente, Solin.37.24, cf. ἔνυγρος II.
III adv. -ως en el agua, por el agua σχεῖν ... τριχῶς, ἀερίως ἐνύδρως χθονίως Procl.in Ti.3.223.19.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔνυδρος, -ον)
υδρόβιος
νεοελλ.
χημ. κάθε ουσία που τα μόριά της περιέχουν νερό
μσν.
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η ἔνυδρος
υδρόβιο θηλαστικό, κν. βίδρα, ένυδρις
αρχ.
1. αυτός που περιέχει νερό
2. (για χώρα) αντίθετο του άνυδρος ή άυδρος, αυτή που έχει αφθονία νερών
3. (αντίθ. του χερσαίος) θαλάσσιος
4. υδάτινος
5. (για έδαφος) ο βουλιαγμένος, βυθισμένος στο νερό
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔνυδρον
η αφθονία νερών.

Greek Monotonic

ἔνυδρος: -ον (ὕδωρ),
1. αυτός που έχει νερό μέσα του, που περιέχει, συγκρατεί νερό, ἔν. τεῦχος, δηλ. μπάνιο, λουτρό, σε Αισχύλ.· λέγεται για χώρες, αυτές που αρδρεύονται καλά, σε Ηρόδ.· ἔν. φρούριον, εφοδιασμένο, προμηθευμένο με νερό, σε Ξεν.
2. φτιαγμένος από νερό, υδάτινος, σε Ευρ.
3. αυτός που ζει μέσα στο νερό ή κοντά σε αυτό, λέγεται για τις Νύμφες, σε Σοφ.· λέγεται για φυτά, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἔνυδρος:
1) полный воды (τεῦχος Aesch.);
2) многоводный, хорошо орошаемый (Ἄργος Hes.);
3) хорошо снабженный водой (φρούριον Xen.; χωρίον Plut.);
4) полноводный (λίμνη Eur.);
5) влажный, сырой (τόποι Arst.);
6) живущий в воде или на воде, водяной (νύμφαι Soph.; ζῷα Plat., Arst.; μῦς Plut.);
7) растущий в воде или у воды, водяной (δόναξ Arph.; φυτά Arst.).
I ὁ Arph. v. l. = ἐνυδρίς.

Middle Liddell

ἔν-υδρος, ον adj ὕδωρ
1. with water in it, holding water, ἔν. τεῦχος, i. e. a bath, Aesch.; of countries, well watered, Hdt.; ἔν. φρούριον provided with water, Xen.
2. of water, watery, Eur.
3. living in or by water, of Nymphs, Soph.; of plants, Ar.

English (Woodhouse)

aquatic, living in the water, living in water

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)