στιγμή

From LSJ
Revision as of 09:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στιγμή Medium diacritics: στιγμή Low diacritics: στιγμή Capitals: ΣΤΙΓΜΗ
Transliteration A: stigmḗ Transliteration B: stigmē Transliteration C: stigmi Beta Code: stigmh/

English (LSJ)

ἡ, A spot on a bird's plumage, Alex.Mynd. ap.Ath.9.398d (pl.); brand-mark, D.S.34/5.2.1 (pl.). 2 mathematical point, Arist.Top.108b26, EN1174b12, de An.427a10, al., Apollod.Stoic.3.259; ὅσον στιγμή αἱματίνη 'a speck of blood', Arist.HA 561a11. 3 metaph. of anything very small, jot, tittle, εἴ γ' εἶχε στιγμὴν ἢ σκιὰν τούτων D.21.115, cf. Men.1067; of time, Simon. 196, LXX Is.29.5; ἐν στιγμὴ χρόνου = in a moment, Ev.Luc.4.5; στιγμὴ χρόνου ὁ βίος Plu.2.13a, cf. AP7.472 (Leon.); ἐν στιγμή without χρόνου, Vett.Val.131.4; στιγμῇ καιροῦ = puncto temporis, Gloss. II Gramm., ς. or τελεία στιγμή = full stop, period, μέση στιγμή = colon, D.T.630.6, cf. ὑποστιγμή: Nicanor made 8 στιγμαί, Sch.ibId.p.24 H., cf. Suid. s.v. Νικάνωρ; σ. πᾶσα σημεῖον αὐτοτελείας A.D.Adv.182.17, cf. Pron.53.16, al.

German (Pape)

[Seite 943] ἡ, das Punktiren, Stechen. u. der mit einem spitzigen Werkzeuge gemachte Punkt, Sp. – Der Punkt, Arist. eth. 10, 4, 4, Euclid. u. A.; dah. auch das Unbedeutendste, Kleinste, εἴ γε εἶχε στιγμὴν ἢ σκιὰν τούτων ὧν κατεσκεύαζε, Dem. 21, 115. – Bei den Gramm. der Punkt als Interpunktionszeichen, wic μέση στιγμή das Kolon.

Greek (Liddell-Scott)

στιγμή: ἡ, (στίζω) ὡς τὸ Λατ. punctum, σημεῖον γενόμενον δι’ ὀξέος ὀργάνου, κέντημα, στίγμα, σημεῖον, Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 398D. 2) μαθηματικὸν σημεῖον, Ἀριστ. Τοπ. 1. 18, 8, Ἠθικ. Νικ. 10. 3, 4, π.Ψυχ. 3. 2, 20, κ. ἀλλ.· ὅσον στ. αἱματίνη, ὅσον μία σταγὼν αἵματος, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 3, 2. 3) μεταφορ., πρᾶγμα μικρὸν πολύ, σμικρότατον μέρος, εἴ γε εἶχε στιγμὴν ἢ σκιὰν τούτων Δημ. 552. 7, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 389· -ἐπὶ χρόνου, Σιμωνίδ. 201· ἐν στ. χρόνου, ἐντὸς μιᾶς στιγμῆς, Εὐαγγ. κ. Λουκ. δ΄, 5· στιγμὴ χρόνου ὁ βίος Πλούτ. 2. 13D, πρβλ. 111C, Ἀνθ. Π. 7. 472. ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμμ., στιγμὴ ἢ τελεία στιγμὴ ἡ κάτω στιγμή, ἡ διακρίνουσα τὴν περίοδον, μέση στ., ἡ ἄνω λεγομένη στιγμή, ἡ δηλοῦσα τὸ κῶλον, ὑποστιγμὴ ἢ κόμμα, τὸ διακρῖνον πρότασιν, κτλ., Α.Β. 758· ὁ Νικάνωρ διέκρινεν ὀκτὼ στιγμάς, αὐτόθι.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. piqûre, marque faite par un instrument pointu, point ; particul.
1 point mathématique;
2 t. de gramm. signe de ponctuation : στιγμὴ μέση point en haut ; στιγμὴ τελεία point final;
II. fig. un point, un rien ; στιγμὴ χρόνου PLUT ou simpl. στιγμή, un instant (cf. lat. punctum temporis).
Étymologie: στίζω.

English (Strong)

feminine of στίγμα; a point of time, i.e. an instant: moment.

English (Thayer)

στιγμης, ἡ (στίζω; see στίγμα, iuit.), a point: στιγμή χρόνου, a point (i. e. a moment) of time (Cicero, pro Flacco c. 25; pro Sest. 24; Caesar b. c. 2,14; others), Antoninus 2,17; Plutarch, puer. educ. 17; 2 Maccabees 9:11.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ στίζω
1. το αποτέλεσμα του στίζω, σημάδι, στίγμα, κηλίδα
2. (για χρόνο) ελάχιστο διάστημα μέσα στο οποίο έγινε ή θα γίνει κάτι (α. «ούτε στιγμή δεν μπορεί να λείψει» β. «περίμενέ με μια στιγμή» γ. «στιγμὴ χρόνου πᾱς ἐστιν ὁ βίος», Πλούτ)
3. γραμμ. σημείο στίξης με το οποίο χωρίζονται οι περίοδοι μεταξύ τους και τα κώλα περιόδου ενός κειμένου, κν. σήμερα τελεία
νεοελλ.
1. μονάδα χρόνου που δεν έχει καμιά διάρκεια (α. «τη στιγμή εκείνη ακούστηκε ο πυροβολισμός» β. «αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή»)
2. μουσ. ρυθμικό σημείο ποικίλης σημασίας το οποίο αρχικά χρησίμευε για να διαχωρίζει δύο βραχείς τόνους, μετά την Αναγέννηση όμως άρχισε να χρησιμοποιείται ποικιλότροπα
3. (τυπογρ.) μονάδα μέτρησης του πάχους του σώματος τών τυπογραφικών στοιχείων που αντιστοιχεί με 0, 376 περίπου του χιλιοστομέτρου («στοιχεία τών οκτώ στιγμών»)
4. φρ. α) «δύο στιγμές» ή «άνω και κάτω στιγμή» ή «διπλή στιγμή»
γραμμ. τα δηλωτικά
β) «στη στιγμή» — αμέσως, ακαριαία
γ) «άνω στιγμή»
γραμμ. η άνω τελεία
δ) «στιγμή διάρκειας»
μουσ. στιγμή που τοποθετείται στα δεξιά της κεφαλής ενός φθογγοσήμου και αυξάνει τη διάρκεια του κατά το ήμισυ της αξίας του
ε) «στιγμή επανάληψης»
μουσ. δύο στιγμές που τοποθετούνται πάνω στις διαστολές του πενταγράμμου και σηματοδοτούν τις επαναλήψεις
αρχ.
1. σημάδι πάνω στα φτερά πτηνού («τὸ χρῶμα κεραμεοῡς, ῥυπαραῑς στιγμαῑς καὶ μεγάλαις γραμμαῑς ποικίλος», Αθήν.)
2. χάραγμα με οξύ όργανο ή με καυτηριασμό
3. μαθηματικό σημείο
4. φρ. α) «τελεία στιγμή»
γραμμ. η τελεία
β) «μέση στιγμή»
γραμμ. η άνω τελεία.

Greek Monotonic

στιγμή: ἡ (στίξω), = στίγμα, σημάδι από πυρακτωμένη βελόνα, στίγμα, σε Αριστ.· μεταφ., αιχμή, άκρο, σημείο αιχμής, σε Δημ.· ἐν στιγμῇ χρόνου, σε μια στιγμή, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στιγμή -ῆς, ἡ [στίζω] punt, van interpunctie; wisk.; overdr. van iets kleins:; εἴ γ ’ εἶχεν στιγμὴν ἢ σκιὰν τούτων ὧν κατεσκεύζαζεν κατ ’ ἐμοῦ als hij maar een beginnetje (van bewijs) had van waar hij mij van beschuldigde Dem. 21.115; van tijd:. ἐν στιγμῇ χρόνου in één ogenblik NT Luc. 4.5.

Russian (Dvoretsky)

στιγμή:
1) мат. точка Arst.: σ. χρόνου Plut., NT мгновение, миг; σ. ἢ σκιά Dem. точка или тень, т. е. ничтожнейшая величина;
2) крапинка, пятнышко (αἱματίνη Arst.);
3) грам. точка, знак препинания: (τελεία) σ. точка; σ. μέση средняя точка, т. е. точка с запятой.

Middle Liddell

στιγμή, ἡ, στίζω = στίγμα
a spot, point, Arist.:— metaph. a jot, tittle, Dem.; ἐν στ. χρόνου in a moment, NTest.

Chinese

原文音譯:stigm» 士提格姆
詞類次數:名詞(1)
原文字根:尖銳物
字義溯源:時間的一點,頃刻,一點,霎;源自(στίγμα)=雕刻出或壓打的印記),而 (στίγμα)出自(στιγμή)X*=杖,戳)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 霎(1) 路4:5