Ἀμαζών
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
όνος, ἡ, mostly pl., A the Amazons, Il.3.189, etc.; ὁ τῶν Ἀ. τροχίσκος, a famous remedy, Asclep. ap. Gal.12.152, etc.:—also Ἀμαζονίδες, αἱ, Pi.O.13.87, Call.Dian.237. II epith. of Artemis, Paus.4.31.8:—Adj. Ἀμαζονικός, ή, όν, Plu.Pomp.35, Paus. 1.41.7:—Ἀμαζονικά, τά, title of Epic by Onasus, Sch.A.R.1.1236, Sch. Theoc.13.46:—also ἁλόνιος, ον, Nonn.D.37.17; epith. of Apollo in Laconia, Paus.3.25.3. (Commonly derived from μαζός, from the fable that they got rid of the right breast, that it might not interfere with the use of the bow.) III (ἀ- priv., μᾶζα) poor, starveling, ἄνδρες Call.Fr.523.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀμαζών: -όνος, ἡ, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., αἱ Ἀμαζόνες, πολεμικὴ φυλὴ γυναικῶν ἐν Σκυθίᾳ, Ἰλ. Γ. 189, Ἡρόδ., κτλ.: παρὰ Πινδ. Ο. 13. 124, Καλλ., κτλ., καὶ Ἀμαζονίδες. ΙΙ. ἐπώνυμον τῆς Ἀρτέμιδος, Παυσ. 4. 31, 8. -Ἐντεῦθεν ἐπίθ. Ἀμαζόνειος, ἢ ιος, ον, Εὐστ., Νόνν. Δ. 37. 117: Ἀμαζονικός, ή, όν, Πλουτ. Πομπ. 35, Παυσ. 1. 41, 7. (Κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ μαζός, διότι κατὰ τὸν μῦθον αἱ γυναῖκες αὗται ἀπέκοπτον τὸν δεξιὸν αὑτῶν μαστόν, ἵνα μὴ παρακωλύῃ αὐτὰς εἰς τὴν χρῆσιν τοῦ τόξου, δι’ ὃ καὶ οἱ καλλιτέχναι παριστῶσιν αὐτὰς οὕτως ὥστε νὰ μὴ φαίνηται ὁ δεξιὸς αὐτῶν μαστός).
French (Bailly abrégé)
όνος (ἡ) :
Amazone ; plur. αἱ Ἀμαζόνες les Amazones, population de femmes belliqueuses dans le Pont, en Scythie, et en Libye.
Étymologie: étym. pop. anc. : de ἀ- intensif et *μαζών de μαζός, litt. femmes « aux seins robustes » ; ou ἀ- priv., selon la croyance qu’elles s’amputaient d’un sein -- DELG p.ê. du nom de la tribu iranienne *ha-mazan « guerrier ».
English (Slater)
ᾰμᾰζών
1 Amazon v. supra. Ἀμαζόνας εὐίππους (O. 8.47) χαλκότοξον Ἀμαζόνων μετ' ἀλκὰν ἕσπετό οἱ (sc. Τελαμών.) (N. 3.38) καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν (sc. Πηλεύς: v. l. Ἀμαζόνας. i. e. of Hippolyte, queen of the Amazons) fr. 172. 5. test., Paus. 7. 2. 6., οὐ μὴν πάντα γε τὰ ἐς τὴν θεὸν ἐπύθετο ἐμοὶ δοκεῖν Πίνδαρος, ὃς Ἀμαζόνας τὸ ἱερὸν (sc. τὸ ἐν Διδύμοις τοῦ Ἀπόλλωνος) ἔφη τοῦτο ἱδρύσασθαι στρατευομένας ἐπὶ Ἀθήνας τε καὶ Θησέα fr. 174.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
Ἀμαζών: -όνος, ἡ, κυρίως στον πληθ., Ἀμάζονες, αἱ, οι Αμαζόνες, πολεμοχαρής φυλή γυναικών στη Σκυθία, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. (κυρίως προερχόμενη από το α- στερητικό και το μαζός, από το μύθο ότι έκοβαν τον δεξί τους μαστό, ώστε να μη τους εμποδίζει στη χρήση του τόξου).
Russian (Dvoretsky)
Ἀμαζών: όνος (ᾰμ) ἡ, преимущ. pl. Ἀμαζόνες αἱ амазонки (миф. племя воинственных женщин, жившее в Понте Hom., в Скифии или в Ливии Diod.).
Frisk Etymological English
-όνος Meaning: mostly. pl.; mythical people (Il.).
Derivatives: Ἀμαζονίδες (Pi.)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Iran.X
Etymology: Improbable Jacobsohn KZ 54, 278ff.: Greek from *a-mangi̯on- "the man-less", to OCS. mǫžь man etc. - Lagercrantz Xenia Lidéniana (1912) 270ff. explained the name from Iranian *ha-mazan- warrior, cf. ἁμαζακάραν (Ir. kar- make) πολεμεῖν. Πέρσαι H., but Mayrhofer, Studi Pisani, 1969, 2, 661 - 666 shows that this word does not exist and is improbable. - See now Rolle, Beitr. z. Arch. Nordwestdeutschlands und Mitteleuropas edd. Krüger - Stephan, 1980, 275 - 294 on Scythian tombs of women buried with weapons; and W. Tyrrell, Amazons 1994. - S. ἀντιάνειρα s.v. ἀνήρ.
Middle Liddell
[Commonly derived from α privat.,, μαζός, from the fable that they got rid of the right breast, that it might not interfere with the use of the bow.]
mostly in pl. Ἀμάζονες, αἱ, the Amazons, a warlike race of women in Scythia, Il., Hdt., etc.
Frisk Etymology German
Ἀμαζών: -όνος
{Amazṓn}
Derivative: gew. pl. (seit Il.) mit den Ableitungen Ἀμαζονίδες (Pi., Kall.), Ἀμαζονικός und Ἀμαζόνιος (beide spät).
Etymology : Nicht sicher erklärt. Nach Lagercrantz Xenia Lidéniana (1912) 270ff. aus einem iranischen Volksnamen *ha-mazan- eig. Appellativ Krieger, vgl. ἁμαζακάραν (ir. kar- machen)· πολεμεῖν. Πέρσαι H. Vgl. μάχομαι. — Unwahrscheinlich Jacobsohn KZ 54, 278ff.: echthellenisch aus *a-mangi̯on- "die Mannlose", zu aksl. mǫžь Mensch usw.
Page 1,83-84