είλω
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
Greek Monolingual
εἴλω και εἰλῶ (-έω) και ἴλλω (Α)
1. περικλείω, πιέζω
2. εμποδίζω, προλαβαίνω («Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος», Ιλ.)
3. εγκλείω, καλύπτω, προστατεύω («ὑπ' ἀσπίδος ἄλκιμον ἦτορ ἔλσας», Καλλίνος)
4. συμπιέζω, συνθλίβω (π.χ. ελιές ή σταφύλια)
5. (για άνθρωπο ή ζώο) συστέλλω, μαζεύω το σώμα, ζαρώνω
6. μαζεύω, συγκεντρώνω
7. γυρίζω γύρω γύρω, περιφέρομαι
8. περιτυλίσσω σφιχτά («τὴν μηλωτὴν εἰλήσας», ΠΔ)
9. δένω γερά («δεσμοῑς ἰλλόμενος»)
10. είμαι συνηθισμένος, οικείος («τῶν δ' ἐν ποσὶ μᾶλλον εἰλευμένων τοῑσι ἀνθρώποισι», Ηρόδ.)
11. χτυπώ, πλήττω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ειλώ με σημασία «πιέζω» ανάγεται σε ΙΕ ρίζα wel- «πιέζω, ωθώ, εγκλείω». Ο ενεστωτικός τ. ειλέω (< Fελνέω) συνδέεται με τη γλώσσα του Ησυχίου «απελλείν
αποκλείειν», όπου το διπλό λ θα ερμηνευόταν ως αιολισμός. Οι παράλληλοι ρηματικοί τύποι είλλω (< ε- Fέλνω με προθηματικό φωνήεν ε) και ίλλω (< Fί-Fλω) οφείλονται σε σύγχυση με τους αντίστοιχους τύπους είλλω, ίλλω που συνδέονται με το ειλώ με σημασία «στρέφω». Από το μεγάλο πλήθος ΙΕ λέξεων που ανάγονται στην ίδια ΙΕ ρίζα wel- μόνο μερικοί βαλτοσλαβικοί τύποι θα ήταν δυνατόν να συνδεθούν με τους ελληνικούς (πρβλ. ρωσ. zaval «φραγμός, πύλη» που αντιστοιχεί σε ελλ. τ. Fήλημα, αρχ. σλαβ. velĭmi «πολύ», λιθ. veliu, velti «πατώ». Με τη σημασία «στρέφω, περιτυλίσσω» το ειλώ < Fελ-νέω, που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα wel- «στρέφω, συστρέφω, κυλίω» (πρβλ. ειλύω), με την οποία άλλωστε συνδέονται και άλλοι τύποι (πρβλ. έλιξ, έλμις, πιθ. ελάνη, ευλή, όλμος, ούλος). Ο παράλληλος αναδιπλασιασμένος ενεστωτικός τ. ίλλω (< (F)ι-Fλω) αποδόθηκε στη γραφή και ως είλω, είλλω. Οι τύποι ειλέω, είλλω, ίλλω, με τη σημασία «στρέφω», συμπίπτουν μορφολογικά με τα ειλέω, είλλω, ίλλω που σημαίνουν «ωθώ, σπρώχνω» έτσι ώστε να εμφανίζεται και κάποιος εννοιολογικός συσχετισμός.
ΠΑΡ. είλημα
αρχ.
ειληδόν, είλησις, είλιγγος, είλιγξ
(αρχ.- μσν.) ειλητάριον.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό, -ειλώ) αρχ. διειλώ, ενειλώ, εξειλώ, επειλώ, κατειλώ, παρειλώ, περιειλώ. (Β' συνθετικό, -ίλλω) αρχ. ενίλλω, κατίλλω, παρίλλω, περίλλω].