ταλαιπωρία
English (LSJ)
Ion. ταλαιπωρίη, ἡ, A hard work, hard labour, Hp.Aër.21, Gal.15.620,741; also simply, regular use, exercise, τῆς χειρός Hp.Art.53. 2 hardship, distress, Th.4.117; τῇ τοῦ σώματος ταλαιπωρίᾳ And.2.17; ἡ ἐν τοῖς ἔργοις ταλαιπωρία Plb.3.17.8; ἡ περὶ τὸ πρᾶγμα ταλαιπωρία Phld.Oec.p.53 J.: pl., ταλαιπωρίας ἐνδέκεσθαι = endure hardships Hdt.6.11; τετρυμένοι τε ταλαιπωρίῃσί τε καὶ ἡλίῳ = consumed by fatigue and the sun ib.12. 3 bodily suffering or pain, caused by disease, Th.2.49.
German (Pape)
[Seite 1064] ἡ, ion. ταλαιπωρίη, mühsame Arbeit, körperliche Anstrengung, Strapaze; im plur. Her. 4, 134; übh. Mühsal, Elend, kummervolles, unglückliches Leben, Thuc. 2, 49. 6, 92; ἡ ἐν τοῖς ἔργοις ταλαιπωρία, Pol. 3, 17, 8; ἡ περὶ τὰς ταφρείας, 6, 42, 2.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλαιπωρία: Ἰων. -ίη, ἡ, βαρεῖα καὶ ἐπίμοχθος ἐργασία, πολὺς κόπος, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 293· ἀλλὰ καὶ ἁπλῶς, τακτικὴ χρῆσις, ἐνέργεια, ἐξάσκησις, τῆς χειρὸς ὁ αὐτ. περὶ Ἄρθρ. 821. 2) ὑπερβολικὸς κόπος, κακοπάθεια, ἀθλιότης, Θουκ. 4. 117· τῇ τοῦ σώματος τ. Ἀνδοκ. 22. 1· ἡ ἐν τοῖς ἔργοις ταλ. Πολύβ. 3. 17, 8· ἐν τῷ πληθ., ταλαιπωρίας ἐνδέκεσθαι Ἡρόδ. 6. 11· τετρυμένοι... ταλαιπωρίῃσί τε καὶ ἡλίῳ αὐτόθι 12. 3) σωματικὸν πάθημα ἢ πόνος προξενούμενος ἐκ νόσου, Θουκ. 2. 49.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
peine, fatigue, misère, particul. souffrance.
Étymologie: ταλαίπωρος.
English (Strong)
from ταλαίπωρος; wretchedness, i.e. calamity: misery.
English (Thayer)
ταλαιπωρίας, ἡ (ταλαίπωρος, which see), hardship, trouble, calamity, misery: miseries), Herodotus, Thucydides, Isocrates, Polybius, Diodorus, Josephus, others; the Sept. chiefly for שֹׁד.)
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και ιων. τ. ταλαιπωρίη Α ταλαίπωρος
σωματική κακοπάθεια, κόπωση
νεοελλ.
στενοχώρια, βάσανο («η ζωή του ήταν γεμάτη ταλαιπωρίες»)
αρχ.
1. βαριά και επίπονη εργασία
2. εξάσκηση
3. σωματικός πόνος.
Greek Monotonic
τᾰλαιπωρία: Ιων. ταλαιπωρίη, ἡ,
1. σκληρή και κοπιαστική εργασία, μεγάλος κόπος, σε Θουκ.· στον πληθ., κακουχίες, δυσχέρειες, σε Ηρόδ.
2. σωματικός πόνος προκαλούμενος από ασθένεια, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰλαιπωρία: ион. τᾰλαιπωρίη ἡ страдание, мучение, мука (ἐν τοῖς ἔργοις Polyb.): ἀποκαθάρσεις χολῆς μετὰ ταλαιπωρίας μεγάλης Thuc. сопряженные с сильной болью выделения желчи; τετρυμένοι ταλαιπωρίῃσί τε καὶ ἡλίῳ Her. истомленные страданиями и солнечным зноем.
Middle Liddell
τᾰλαιπωρία, ἡ,
1. hard work, hardship, suffering, distress, Thuc.; in pl. hardships, Hdt.
2. bodily suffering or pain, caused by disease, Thuc. [from τᾰλαίπωρος]
Chinese
原文音譯:talaipwr⋯a 他來-坡里阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:重量-問題(無情)
字義溯源:可憐,痛苦,悲慘,暴虐,苦難;源自(ταλαίπωρος)=忍受苦難),由(τάλαντον)=重量,他連得)與(πεῖρα)=實驗)組成,其中 (τάλαντον)出自(Τίτος)Y*=背負),而 (πεῖρα)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(2);羅(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 苦難(1) 雅5:1;
2) 暴虐(1) 羅3:16
English (Woodhouse)
distress, grief, misery, sorrow, trouble, unhappiness, weariness, mental pain