υφίημι

From LSJ
Revision as of 15:00, 18 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")

οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν → thou shalt never make the crab walk straight

Source

Greek Monolingual

και ιων. τ. ὑπίημι Α ἵημι
1. (σχετικά με ιστίο) κατεβάζω
2. (για ραβδούχο) κατεβάζω την ράβδο μου μπροστά σε κάποιον σε ένδειξη σεβασμού
3. τοποθετώ κάτι κάτω από κάτι άλλο («ὑπὸ δὲ θρῆνυν ποσὶν ἥσει», Ομ. Ιλ.)
4. (ιδίως) βάζω τα νεογνά κάτω από τη μητέρα για να θηλάσουν
5. στέλνω κάποιον σε έναν τόπο κρυφά για ιδιοτελή σκοπό ή σχεδιάζω μηχανορραφίες χωρίς να γίνομαι αντιληπτός («ὑφεὶς μάγον τοιόνδε μηχανορράφον, δόλιον ἀγύρτην», Σοφ.)
6. μετριάζω, κατευνάζω («ὑφιέναι τὸ ἄγαν τινός», Πλούτ.)
7. (αμτβ.) α) παραιτούμαι από κάτι («Κῡρος... ὑπεὶς τῆς ὀργῆς ἔφη oἱ πείθεσθαι», Ηρόδ.)
β) υποχωρώ
ἐπεὶ τοίνυν οὐδέν ὑπιέντες ἔχειν τὸ πᾱν ἐθέλετε», Ηρόδ.)
8. μτφ. παραδίδω («κεῑται δ' ἄσιτος, σῶμ' ὑφεῑσ' ἀλγηδόσι», Ευρ.)
9. (μέσ. και παθ.) ὑφίεμαι
α) (για μητέρα) θηλάζω
β) καλύπτω, προστατεύω («οὓς ὑπὸ πτεροῖς σῴζω νεοσσοὺς ὄρνις ὣς ὑφειμένη», Ευρ.)
γ) εισχωρώ χωρίς να γίνομαι αντιληπτός, τρυπώνω («σύ δ', ἣ κατ' οἴκους ὡς ἔχιδν' ὑφειμένη λήθουσά μ' ἐξέπινες», Σοφ.)
δ) είμαι κατώτερος·ε) (για πράγμ.) ελαττώνομαι («ἀποκλινομένης δὲ τῆς ἡμερης ὑπίεται τοῦ ψυχροῦ [τὸ ὕδωρ]», Ηρόδ.)
στ) (για πρόσ.) υποτάσσομαι σε κάποιον-10. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ὑφείμενος, -ένη, -ον
α) χαλαρωμένος, άτονος
β) (με απρμφ.) πρόθυμος, έτοιμος για κάτι
11. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ ὑφείμενον
μείωση, ελάττωση
12. φρ. «ὑφειμένα χρώματα» — αμυδρά, αχνά χρώματα (Στέφ. Αθ.).