φοίνιος

From LSJ
Revision as of 17:09, 8 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοίνιος Medium diacritics: φοίνιος Low diacritics: φοίνιος Capitals: ΦΟΙΝΙΟΣ
Transliteration A: phoínios Transliteration B: phoinios Transliteration C: foinios Beta Code: foi/nios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον Pi.I.4(3).35(53):—poet.Adj., used for φόνιος, when the first syllable is to be long, A of or like blood, blood-red, αἷμα Od.18.97, A.Th.737(lyr.), S.Ph.783; δρόσος A.Ag.1390; φ. στάλαγμα, i. e. blood, S.Ant.1239. II bloody, blood-stained, φ. ἀλκά, of Ajax, Pi.l.c.; φ. ξυνωρίς, prob. of public and private loss, A.Ag.643; χεὶρ φ. S.Aj.772; χεῖρες Id.OT466 (lyr.); κοπίς prob. for κόνις in Id.Ant. 601 (lyr.). 2 bloody, murderous, Σκύλλα A.Ch.614(lyr.); πέπληγμαι . . δήγματι (prob. δάκει) φοινίῳ Id.Ag.1164 (lyr.), cf. 1278; φ. Ἄρης S.El.96 (anap.); ἔχιδνα Id.Tr.770: metaph., φ. σάλος, of pestilence, Id.OT24, cf. Aj.352.—Rare in Com., Ar.Th.694.

German (Pape)

[Seite 1296] dreier, auch zweier Endgn, blutroth, dunkelroth; αἷμα Od. 18, 97, wie Aesch. Spt. 719; Soph. Phil. 772; dah. mit Blut, Mord besudelt, ξυνωρίς Aesch. Ag. 629; πρέπει παρηῒς φοινίοις ἀμυγμοῖς Ch. 24; χεῖρα φοινίαν Soph. Ai. 759, u. öfter; auch φλέβες, Ar. Th. 694; auch = blutdürstig, mörderisch, ἀλκά Pind. I. 3, 53, Σκύλλα Aesch. Ch. 605, Ἄρης Soph. El. 96; Eur. Phoen. 1013 I. A. 775 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

φοίνιος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Πινδ. Ι. 4 (3). 59· (φοινός) Ποιητ. ἐπίθ. ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ φόνιος, ὁσάκις ἡ πρώτη συλλαβὴ πρέπει νὰ ᾖ μακρά, αἱματόεις, ὅμοιος αἵματι, ἐρυθρὸς ὡς αἷμα, κόκκινος, αἷμα Ὀδ. Σ. 97, Αἰσχύλ. Θήβ. 737, Σοφ. Φιλ. 783· δρόσος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1390· φ. στάλαγμα, δηλ. αἷμα, Σοφ. Ἀντ. 1239. ΙΙ. αἱμοχαρής, φοίνιον ἀλκάν, «τὴν φονίαν, τὴν πολεμικὴν» (Σχόλ.), ἐπὶ τοῦ Αἴαντος, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· φ. ξυνωρίς, ἡ δημοσία καὶ ἡ ἰδιωτικὴ ἀπώλεια, Αἰσχύλ. Ἀγ. 643 χεὶρ φ. Σοφ. Αἴ. 722· χεῖρες ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 466· κοπὶς ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 601· κέντρα ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 840. 2) αἱμοδιψής, αἱμοβόρος, φονικός, Σκύλλα Αἰσχύλου Χο. 614· πέπληγμαι... δήγματι φοινίῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1164, πρβλ. 1278 φ. Ἄρης Σοφ. Ἠλ. 99· ἔχιδνα ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 770· ― φ. σάλος, μεταφορ., ἐπὶ τοῦ λοιμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 24, πρβλ. Αἴαντα 351. ― Σπάνιον παρὰ τοῖς κωμικ., ὡς παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Θεσμ. 694.

French (Bailly abrégé)

α ou poét. ος, ον :
1 d’un rouge de sang, d’un rouge sombre;
2 couvert de sang, ensanglanté, sanglant;
3 qui verse le sang, sanguinaire, meurtrier.
Étymologie: φοινός.

English (Autenrieth)

(φόνος): (blood) red, Il. 18.97†.

English (Slater)

φοίνῐος n. s. acc. pro adv.,
   1 bloodily ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν περὶ ᾦ φασγάνῳ μομφὰν ἔχει (alii post φοίνιον distinxerunt: “feriendo cruentavit,” Madvig) (I. 4.35)

Greek Monolingual

-ία, -ον, θηλ. και -ος, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που έχει το βαθυκόκκινο χρώμα του αίματος, αιματόχρωμος
2. αυτός που επιφέρει θάνατο, θανατηφόρος («χεῖρα φοινίαν», Σοφ.)
3. αιμοχαρής («φοινίαν Σκύλλαν», Αισχύλ.)
4. φρ. «φοίνιος σάλος»
μτφ. λοιμός (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοινός «ερυθρός, κόκκινος» + κατάλ. -ιος (πρβλ. δόχμ-ιος: δοχμός, θούρ-ιος: θοῦρος). Ο τ. φοίνιος απαντά συχνότερα από τον τ. φοινός και χρησιμοποιείται και με σημ. «φονικός», αντί του επιθ. φόνιος, για μετρικούς λόγους (για τη σχέση τών οικογενειών τών λ. φόνος και φοινός, βλ. λ. φοινός)].

Greek Monotonic

φοίνιος: -α, -ον και -ος, -ον (φοινός), ποιητ. αντί φόνιος, καθώς η πρώτη συλλ. πρέπει να είναι μακρά.
I. ματωμένος ή όμοιος με αίμα, κόκκινος σαν αίμα, ερυθρός, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ., Σοφ.
II. αιμοδιψής, αιμοβόρος, δολοφονικός, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

φοίνιος: и
1) ярко-красный, алый (αἷμα Hom., Aesch., Soph.);
2) кроваво-красный, кровавый (δρόσος Aesch.; στάλαγμα Soph.);
3) покрытый кровью, окровавленный (χείρ, κοπίς - v.l. κόνις Soph.);
4) кровожадный, губительный (Αἴαντος ἀλκά Pind.; Ἄρης Soph.): φοινία ξυνωρίς Aesch. губительная пара (Арея), т. е. огонь и меч; δῆγμα φοίνιον Aesch. смертельный укус.

Middle Liddell

φοίνιος, η, ον φοινός [poetic for φόνιος
I. when the first syllable is to be long, of or like blood, blood-red, red, Od., Aesch., Soph.
II. bloody, blood-stained, murderous, Pind., Aesch., etc.

English (Woodhouse)

crimson, blood thirsty

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)