πρόοδος
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ον, A going before: οἱ π. advance-party of soldiers, X.Eq.Mag. 4.5. Adv. -ωτέρως progressively, Zos.Alch.p.158B.
πρόοδος, ἡ, A going on, advance, Emp.84.1, X.HG3.4.15: metaph., progress, Plot.5.2.1; ἐκ δυνάμεως εἰς ἐνέργειαν Id.6.3.22. II coming out of a house, Luc.Nec.12; appearance in public, Id.Somn. 9. 2 procession, J.AJ18.4.6, lamb.post Polem.p.49 Hinck, Hdn.2.4.1, Plot.5.5.3 (pl.), SIG900.13 (Panamara, iv A.D.). 3 proceeding forth, emanation, Plot.8.5.6, etc.; ἡ ἀφ' ἑνὸς πάντων π. Procl. in Cra.p.2 P.; opp. μονή, ἐπιστροφή, Dam.Pr.72, al.: pl., Porph.Sent.24; π. κρύφιοι, opp. ἐγκόσμιοι, Procl. in Cra.p.107 P. 4 musical progression, lamb.VP26.120 (pl.). 5 mathematical progression, Plot.6.3.12. 6 = interrogatio, Gloss.
German (Pape)
[Seite 737] ἡ, Fortgang, das Vorrücken, Xen. Hell. 3, 4, 15; der Auszug aus dem Lager, der εἴσοδος entgeggstzt, Pol. 14, 1, 3. vorausgehend, vorherwandernd, Vorläufer, bes. auf dem Marsche dem Heere vorangehend, Xen. mag. equ. 4, 5.
Greek (Liddell-Scott)
πρόοδος: -ον, ὁ προπορευόμενος· οἱ πρόοδοι, σῶμα στρατιωτῶν προπορευόμενον, προφυλακή, Ξεν. Ἱππαρχ. 4, 5.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
1 marche en avant, progrès;
2 action de sortir, de se produire en public.
Étymologie: πρό, ὁδός.
Greek Monolingual
(I)
η, ΝΜΑ 1. πορεία προς τα εμπρός
2. προαγωγή, ευδοκίμηση, εξέλιξη προς το καλύτερο, προκοπή, βελτίωση (α. «η πρόοδος της επιστήμης, και της τεχνολογίας» β. «ταῖς ἐκ δόξης εἰς δόξαν προόδοις», Γρηγ. Ναζ.
γ. «πρόοδος ἐκ δυνάμεως εἰς ἐνέργειαν», Πλωτίν.)
νεοελλ.
1. (φιλοσ.) κατεύθυνση του ιστορικού γίγνεσθαι που δηλώνει την ανοδική πορεία τών πραγμάτων, αντικειμένων και συστημάτων και τη μετάβασή τους σε σημεία, καταστάσεις και επίπεδα ποιοτικώς ανώτερα
2. μαθημ. φρ. α) «αριθμητική πρόοδος» — σειρά αριθμών, από τους οποίους ο καθένας προκύπτει από τον προηγούμενό του με πρόσθεση του ίδιου πάντοτε αριθμού, που ονομάζεται λόγος, όπως π.χ. 2, 4, 6, 8, 10...
β) «γεωμετρική πρόοδος» — σειρά αριθμών από τους οποίους ο καθένας προκύπτει από τον προηγούμενο με πολλαπλασιασμό επί τον ίδιο πάντοτε αριθμό, τον λόγο, όπως λ.χ. 2, 4, 8, 16...
γ) «αύξουσα αριθμητική πρόοδος» — αριθμητική πρόοδος της οποίας οι όροι αυξάνουν, γιατί ο λόγος είναι θετικός αριθμός
δ) «φθίνουσα αριθμητική πρόοδος» — αριθμητική πρόοδος της οποίας οι όροι μικραίνουν, γιατί ο λόγος είναι αρνητικός αριθμός
ε) «αύξουσα γεωμετρική πρόοδος» — γεωμετρική πρόοδος της οποίας ο λόγος είναι αριθμός μεγαλύτερος της μονάδας
στ) «φθίνουσα γεωμετρική πρόοδος» — γεωμετρική πρόοδος της οποίας ο λόγος είναι θετικός αριθμός, μικρότερος της μονάδας
4. (με αρνητ. σημ.) εξέλιξη προς το χειρότερο, επιδείνωση (α. «η πρόοδος της νόσου συνεχίζεται»)
5. στρ. η προφυλακή
μσν.
1. έξοδος από τον τάφο, ανάσταση
2. έξοδος από τη ζωή, θάνατος
3. εμφάνιση στη ζωή, παρουσία
4. νομική διαδικασία
5. βλαστός, κλάδος
6. είσοδος κτηρίου
μσν.-αρχ.
1. το να βγαίνει κανείς έξω, κυρίως από το σπίτι του, στον δρόμο (α. «πολλοὶ μὲν ἐπὶ τῶν πυλώνων παρειστήκεσαν τὴν πρόοδον αὐτοῦ περιμένοντες», Λουκ.
β. «τὰς προόδους αὐτοῦ καὶ τὰς εἰσόδους καὶ τὸν χαρακτῆρα τοῦ βίου», Ειρην.)
2. δημόσια εμφάνιση, εμφάνιση στο κοινό (α. «τὴν πρόοδον τῶν ἀποστόλων», Ευσ.
β. «ταπεινὸς τὴν γνώμην, εὐτελὴς δὲ τὴν πρόοδον», Λουκ.)
3. πομπή («ἔν τε ταῖς προόδοις... πρᾱον καὶ ἥμερον ἦθος ἐπεδείκνυτο», Ηρωδιαν.)
4. η εκπόρευση, η προέλευση, η πηγή από την οποία προέρχεται κανείς ή κάτι («μίαν φύσιν θεότητος ἀνάρχῳ καὶ γεννήσει καὶ προόδῳ γνωριζομένην», Γρηγ. Ναζ.)
αρχ.
ερώτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ὁδός (πρβλ. μέθ-οδος, περί-οδος)].
(II)
-ον, ΜΑ
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ὁ πρόοδος
ο πρόδρομος
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πρόοδοι
οι στρατιώτες που αποτελούσαν την εμπροσθοφυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ὁδός].
Greek Monotonic
πρόοδος: ἡ, πρόοδος, προώθηση, εξέλιξη, σε Ξεν.
• πρόοδος: -ον, προπορευόμενος· οἱ πρόοδοι είναι προπορευόμενο τμήμα στρατού, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
πρόοδος:
I ἡ
1) движение вперед, продвижение Xen.: ἐν τῇ προόδῳ τοῦ ἔτους Arst. по мере истечения года;
2) жизненный путь: εὐτελὴς τὴν πρόοδον Luc. обездоленный;
3) выход (τὴν πρόοδόν τινος περιμένειν Luc.);
4) место выхода (αἱ πρόοδοι καὶ αἱ εἴσοδοι Polyb.).
II ὁ передовой разведчик, дозорный Xen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρό-οδος -ου, ἡ het verder gaan, voortgang:. πρόοδον νοέων van plan op pad te gaan Emp. B 84.1; ἐπὶ προόδῳ voor de verdere tocht Xen. Hell. 3.4.15. openbare verschijning, opkomst:. τὴν πρόοδον αὐτοῦ περιμένοντες wachtend totdat hij tevoorschijn kwam Luc. 38.12; εὐτελὴς τὴν πρόοδον onopvallend qua verschijning Luc. 32.9.
Middle Liddell
πρό-οδος, ἡ,
a going on, advance, progress, Xen.
πρό-οδος, ον,
going before: οἱ πρ. a party of soldiers in advance, Xen.