ἀρύβαλλος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, A bagor purse, made so as to draw close, Stesich.11, Antiph.50. II globular oil-flask, Ar.Eq.1094, Ath.11.783f.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρύβαλλος: [ῠ], ὁ, «πλεκτόν τι βαλλάντιον, ὅπερ ἑλκόμενον κλείεται καὶ ἀνοίγεται, παρὰ τὸ ἀρύειν καὶ βάλλειν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1094, Στησίχ. 11· ― «ἀρυβάλλους δὲ ἐπὶ τοῦ συσπαστοῦ (συσπάστου, κῶδ.) βαλλαντίου ἐν Ἀντιφάνους Αὑτοῦ ἐρῶντι» Πολυδ. Ι΄, 152. ΙΙ. «ποτήριον κάτωθεν εὐρύτερον, ἄνω δὲ συνηγμένον, ὡς καὶ τὰ συσπαστὰ βαλλάντια, ἃ καὶ αὐτὰ διὰ τὴν ὁμοιότητα ἀρυβάλλους τινὲς καλοῦσι. Ἀριστοφάνης Ἱππεῦσι (1094)» Ἀθήν. ΙΑ. 783F (μετὰ τὸ 466)· κατασπένδειν κατὰ τῆς κεφαλῆς ἀρυβάλλῳ ἀμβροσίαν Ἀθήν. 783F (μετὰ τὸ 465), «καὶ τὰ τῶν βαλαναίων ἀγγεῖα, ἀρύβαλλος, ἀρύταινα· ἄμφω δ’ Ἀριστοφάνης λέγει» Πολυδ. Ζ΄, 166, Ι΄, 63.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 bourse qui s’ouvre et se ferme à l’aide de cordons;
2 vase de col étroit et de forme analogue à cette bourse.
Étymologie: ἀρύω, βάλλω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰρῠ-]
1 bolsa que se cierra tirando de cordones, Stesich.29, Antiph.50.
2 pomo globular, aríbalo Ar.Eq.1094, Ath.783f.
• Etimología: Etim. dud. Quizá un comp. de ἀρύω y βάλλω en asíndeton. Tb. es posible ver en el 2.° término pelásgico *bholn-, cf. βαλλαντιον.
Greek Monolingual
ἀρύβαλλος, ο (Α)
1. σακούλα από δέρμα ή ύφασμα που ανοιγοκλείνει με κορδόνι
2. ποτήρι με στενό λαιμό
3. φιάλη με λάδι την οποία χρησιμοποιούσαν οι αθλητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στον Στησίχορο και τον Αντιφάνη με σημασία «σάκος που κλείνει με κορδόνι», ενώ στον Αριστοφάνη και τον Αθηναίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει «φιαλίδιο με στενό λαιμό, είδος ποτιστηριού». Άγνωστης ετυμολ. Η ετυμολογία του αρύβαλλος < αρύειν + βάλλειν δεν είναι ικανοποιητική, γιατί προϋποθέτει ως αρχική τη σημασία του ποτιστηριού, πράγμα που αμφισβητείται, ενώ κατ' άλλους η λ. αποτελεί αιγαιακό ή βορειοβαλκανικό δάνειο].
Greek Monotonic
ἀρύβαλλος: [ῠ], ὁ,
I. σάκκος ή πουγκί, σε Στησίχ.
II. στάμνα που μοιάζει στο σχήμα με πουγκί, δηλ. είναι στενή στο λαιμό, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἀρύβαλλος: (ᾰρᾰ) ὁ арибалл (узкогорлый сосуд) Arph.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: bag, purse, made so as to draw close (Stesich.), globular oil-flask (Ar.). ἀρύβαλλοι· τὰ μαρσύππια. ἀπὸ τοῦ ἀρύειν καὶ βάλλειν εἰς αὐτούς.
Dialectal forms: ἀρβυλίδα· λήκυθον, Λάκωνες H. Also ἀρυβάσσαλον· κοτὺλη η φλάσκων H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Hesychius' explanation (though defended by Fraenkel, Glotta 4, 35, and Chantr.) is not worth discussion. (It supposes that the meaning flask is primary, which is doubtful.) Prob. a substr. word. Illyr. or Macedonian acc. to Krahe (letter to Frisk); cf. Haas,Wiener Stud. 1958, 166. Most probably Pre-Greek (note -αλλος). Cf. on βαλλάντιον.
Middle Liddell
I. a bag or purse, Stesich.
II. a bucket shaped like a purse, i. e. narrow at top, Ar. (Deriv. unknown.)
Frisk Etymology German
ἀρύβαλλος: {arúballos}
Grammar: m.
Meaning: Sack, Beutel, der zusammengeschnürt werden kann (Stesich., Antiph.), kugelförmige Gießkanne mit schmalem Hals (Ar., Ath.).
Derivative: Deminutivum ἀρυβαλλίς f. (H., EM). — Nach H. und Fraenkel Glotta 4, 35 aus ἀρύειν und βάλλειν durch asyndetische Verbalverbindung.
Etymology : Die Erklärung setzt u. a. voraus, daß die Bedeutung Gießkanne gegenüber Sack primär sei, was sehr zweifelhaft ist. Wahrscheinlich entweder ägäisches oder vielmehr mit Krahe (brieflich) nordbalkanisches (illyr., maked.) Lehnwort; vgl. zu βαλλάντιον.
Page 1,157