μήλη

From LSJ
Revision as of 10:10, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήλη Medium diacritics: μήλη Low diacritics: μήλη Capitals: ΜΗΛΗ
Transliteration A: mḗlē Transliteration B: mēlē Transliteration C: mili Beta Code: mh/lh

English (LSJ)

ἡ, A probe, Hp.VC10, AP11.126, etc. 2 = σμίλη, τῇ μ. τέμνων τοὺς ὑμένας Gal.8.55, cf. 11.300.

German (Pape)

[Seite 172] ἡ, ein Instrument der Chirurgen, um Schäden, bes. Wunden zu untersuchen und Heilmittel hinein zu bringen, Sonde, Katheter, Medic.; ἐναλείφειν μήλῃ, Ep. ad. 95 (XI, 126).

Greek (Liddell-Scott)

μήλη: ἡ, χειρουργικὸν ἐργαλεῖον πρὸς ἐξέτασιν πληγῶν, καθετήρ, Λατ. specilum, Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφαλ. Τρωμ. 901, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
sonde de chirurgien.
Étymologie: DELG μαίομαι.

Spanish

sonda

Greek Monolingual

η (ΑΜ μήλη)
εργαλείο σε σχήμα λεπτού ραβδιού κατασκευασμένο από εύκαμπτο μέταλλο με αμβλεία, συνήθως βολβοειδή, κορυφή, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως από τους χειρουργούς για τη διερεύνηση πόρων, συριγγίων, φυσικών ή τραυματικών κοιλοτήτων του σώματος
μσν.
αιχμηρό εργαλείο, μαχαίρι
αρχ.
χειρουργικό μαχαιρίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι η λ. προέρχεται από αμάρτυρο τ. μασ-λᾱ και συνδέεται με το ρ. μαίομαι «αναζητώ, ψηλαφώ, εγγίζω»].

Greek Monotonic

μήλη: ἡ, καθετήρας κ.λπ., Λατ. specillum, σε Ιππ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

μήλη: ἡ хирургический зонд Anth.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: chirurgical probe (Hp., AP).
Compounds: As 2. member in πλατυ-μήλη broad probe (medic.) and other determinatives (Risch IF 59, 285), ἀμφί-μηλον n. probe with two ends (medic.).
Derivatives: μηλόω probe (Hp., Ar.), midd. also paint wool (Eust., H.) with μήλωσις probing, μηλω-τή, -τίς, -τρίς, -τρίδιον probe (medic.); μηλ-αφάω probe (Sophr., H., EM, Eust.; after ψηλαφάω); μήλωθρον painted wool (Eust., H.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. Prellwitz proposed from *μασ- λα (or *μα-λα) to μαίομαι, μάσ-σασθαι touch, examine.

Middle Liddell

μήλη, ἡ,
a probe, etc., Lat. specillum, Hipp., etc.

Frisk Etymology German

μήλη: {mḗlē}
Grammar: f.
Meaning: chirurgische Sonde (Hp., AP);
Composita: als Hinterglied in πλατυμήλη breite Sonde (Mediz.) und anderen Determinativa (Risch IF 59, 285), ἀμφίμηλον n. Sonde mit zwei Enden (Mediz.).
Derivative: Davon μηλόω sondieren (Hp., Ar. u. a.), Med. auch Wolle färben (Eust., H.) mit μήλωσις Sondierung, μηλωτή, -τίς, -τρίς, -τρίδιον Sonde (Mediz.); μηλαφάω sondieren (Sophr., H., EM, Eust.; nach ψηλαφάω); μήλωθρον gefärbte Wolle (Eust., H.).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Vielleicht mit Prellwitz aus *μασ- λα (oder *μαλα) zu μαίομαι, μάσσασθαι tasten, untersuchen.
Page 2,225