πός
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
English (LSJ)
(A), Dor. A = πούς, Choerob. in Theod.1.192, 243 H., EM635.22.
πός (B), Arc., Cypr. A = πρός (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
πός: ἀντων.· ἐξιχνιαζομένη ἐν τοῖς ἐρωτηματικοῖς τύποις, ποῦ, ποῖ, πῇ, πῶς, πω, πόθι, πόθεν, πότε, πότε, πότερος, πόστος, ποῖος, πόσος, εἰς ἕκαστον δὲ τούτων ὑπάρχει ἀντίστοιχος τύπος, που, ποι, πη, πως, κτλ.· ― ἐν τοῖς τύποις τούτοις τὸ π παρὰ τοῖς Ἴωσι παρίσταται διὰ τοῦ κ. οἷον κοῦ, κοῖ, κτλ.· οἱ ἰσοδύναμοι τύποι ἐν τῇ Σανσκρ. καὶ Λατ. kas. kâ, = quis, quae? kva= qvâ? kutas-quo? kathâ = quî, quomodo? kadâ = quum? ka-tar?s = πότερος, uter? ka-tamas = quis e plur bus? kati = quantus? κτλ.· πρβλ. Λιθ. kas (τίς;) kada (πότε;) katras (uter?)· Γοτθ. hvas (τίς;) hvan (πότε;), hvathar (Ἀγγλ. whether), κτλ. Πλὴν τούτων ὑπάρχουσι καὶ ἀναφορ. τύποι, ὅπου, ὅποι, ὅπη, ὅπως, ὁπόθεν, ὁποῖος, κλπ.· παρὰ τοῖς Ἐπικ. καὶ τοῖς Αἰολεῦσι τὸ π τοῦτο διπλασιάζεται, ὅππως, ὁππόθεν, κλπ.· καὶ οὗτος εἶναι πιθανῶς ὁ παλαιότερος τύπος, καθ’ ὃν τὸ π εἶναι λείψανον τοῦ ϝ, ὅπϝως ἢ ὅκϝως, κτλ.· ἴδε Κούρτ. ἀρ. 631).
French (Bailly abrégé)
th. πο-;
thème du pron. relat. d’où procèdent les adj. ποῖος, πόσος, πότερος, πόστος, πηλίκος, etc. ; les adv. ποῦ, ποῖ, πῆ, πόθεν, πόσε, πότε, πως ; d’où les composés ὁποῖος, ὁπόσος, ὁπότερος, etc. ; ὅπου, ὅποι, ὅπη, etc. ; avec les formes ion. correspond. κοῖος, κόσος, κότερος, etc. ; κοῦ, κοῖ, κῆ, etc. ; ὁκοῖος, ὁκόσος, etc. ; cf. lat. quis, quae, ubi (p. *cubi), uter (p. *cuter), etc.
Greek Monotonic
πός: ποιός; αντων., ανάγεται στους ερωτημ. τύπους ποῦ, ποῖ, πῇ, πῶς, πω, πόθι, πόθεν, πότε, πότερος, πόστος, ποῖος, πόσος, στην καθεμία από τους οποίους υπάρχει αντίστοιχος εγκλιτ. τύπος που, ποι, πῃ, πως κ.λπ.· το π στην Ιων. αντικαθίσταται από κ, όπως κοῦ, κοῖ κ.λπ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: prep.
Meaning: = ποτί, πρός (s. vv.).
Other forms: before vowel also πο- (Arc. Cypr., Phryg. Pisid.).
Origin: IE [Indo-European] [841] *pos near, after
Etymology: Identical with Lith. pàs by, near, OCS po behind, after. Also in Lat. post, posterus, Alb. pas behind, after a.o.; s. Schwyzer-Debrunner 508, WP. 2, 78f., Pok. 841 f., W.-Hofmann s. post w. further forms a. rich lit.
Frisk Etymology German
πός: {pós}
Forms: vor Vok. auch πο- (ark. kypr., phryg. pisid.)
Meaning: = ποτί, πρός (s. dd.).
Etymology: Mit lit. pàs an, bei, aksl. po hinter, nach iden- tisch. Auch in lat. post, posterus, alb. pas hinter, nach u. a.; s. Schwyzer-Debrunner 508, WP. 2, 78f., Pok. 841 f., W.-Hofmann s. post m. weiteren Formen u. reicher Lit.
Page 2,582-583