γαλῆ

From LSJ
Revision as of 15:45, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "q. v." to "q.v.")

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαλῆ Medium diacritics: γαλῆ Low diacritics: γαλή Capitals: ΓΑΛΗ
Transliteration A: galē̂ Transliteration B: galē Transliteration C: gali Beta Code: galh=

English (LSJ)

ἡ, contr. for γαλέη (q.v.).

German (Pape)

[Seite 471] contrah. aus γαλέη, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

γαλῆ: ἡ, συνῃρ. τοῦ γαλέη, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

v. γαλέη.

Spanish (DGE)

v. γαλέη.

Greek Monolingual

η (AM γαλῆ, Α και γαλέη)
η γάτα
αρχ.
Ι. 1. ονομασία διαφόρων αιλουροειδών, αγριόγατα, νυφίτσα κ.λπ.
2. φρ. α) «γαλῇ χιτώνιον κροκωτόν» — για πράγματα αταίριαστα
β) «γαλῆν ἔχεις» — για γρουσουζιά
II. είδος μικρού ψαριού
III. «γαλῆς αἷμα» — το φυτό άσπληνον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθημα -έη του ασυναίρετου τ. γαλέη οδηγεί στην υπόθεση ότι η λ. δήλωνε αρχικά το δέρμα του ζώου (πρβλ. αλωπεκέη κ.λπ.). Υποστηρίχθηκε ότι η λ. συνδέεται με λατ. glīs «μυωξός», αρχ. ινδ. giri-, girikā- «ποντικός». Το λατ. galea «περικεφαλαία, κράνος» είναι μάλλον δάνειο από την Ελληνική με μια ιδιάζουσα σημασία (πρβλ. κυνέη «περικεφαλαία από δέρμα σκύλου»). Από το γαλέη προήλθε και το ιταλ. galea «γαλέρα», πιθ. εξαιτίας της ταχύτητάς του. Στη Νέα Ελληνική η λ. γαλῆ έχει αντικατασταθεί από τη λ. γάτα.
ΠΑΡ. αρχ. γαλεώτης, γαλιδεύς.
ΣΥΝΘ. γαλεάγρα, γαλεόβδολο(ν)
αρχ.
γαληόψις].

Greek Monotonic

γαλῆ: ἡ, συνηρ. αντί γαλέη.

Russian (Dvoretsky)

γᾰλῆ: ἡ стяж. к γαλέη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαλῆ -ῆς, ἡ contr., zie γαλέη.