ἄγκυρα

Revision as of 11:00, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

English (LSJ)

ἡ, A anchor, Alc.18.9 (v. ἄγκοινα), Thgn.459; ἄ. βάλλεσθαι, καθιέναι, μεθιέναι, ἀΦιέναι to cast anchor, Pi.I.6(5).13, Hdt.7.36, A.Ch. 662, X.An.3.5.10; ἄ. αἴρειν, αἴρεσθαι to weigh anchor, Plu.Pomp.50, 80; ἀνέλοιο AP10.1 (Leon.); τὰς νέας ἔχειν ἐπ' ἀγκυρέων Hdt.6.12; ὁρμίζειν Th.7.59; ἐπ' ἀγκυρέων ὁρμεῖν ride at anchor, Hdt.7.188; νηῦς μιῆς ἐπ' ἀγκύρης [οὐκ ἀσφ]αλὴς ὁρμεῦσα Herod.1.41; ἐπ' ἀγκύρας ἀποσαλεύειν D.50.22, cf. E.Hel.1071; prov, ἀγαθαὶ πέλοντ' . . δύ' ἄγκυραι 'tis good to have 'two strings to your bow', Pi.O.6.101; ἐπὶ δυοῖν ἀγκύραιν ὁρμεῖν αὐτοὺς ἐᾶτε D.56.44, cf. Plu.Sol.19; ἄ. δ' ἥ μου τὰς τύχας ὤχει μόνη E.Hel.277; ἐπὶ τῆς αὐτῆς (sc. ἀγκύρας) ὁρμεῖν τοῖς πολλοῖς, i.e. 'to be in the same boat' with the many, D.18.281; εἰσζ μητρζ παῖδες ἄγκυραι βίου S.Fr.685; οἴκων ἄ., of a son, E.Hec.80; ἱερὰ ἄ., last hope, Luc.JTr.51. II pruning-hook, Thphr.CP 3.2.2. III = αἰδοῖον, Epich.191.

German (Pape)

[Seite 15] ἡ, Anker (von den gekrümmten Armen desselben), zuerst Theogn. u. Pind.; Anker werfen, ἀφιέναι Xen. Hell. 3, 5, 6; βάλλειν Pind. I. 5, 11; καθιέναι Her. 7, 36; ἐρείδειν χθονί Pind. P. 10, 51; ῥίπτειν εἰς γῆν Orph. Arg. 497; κρεμαννύναι Pind. P. 4, 192; μεθιέναι Aesch. Ch. 650; χαλᾶν Sp. – Anker lichten, αἴρεσθαι Plut. Pomp. 80; ἀναιρεῖσθαι Ath. XV, 672 c; Leon. Tar. 57 (X, 1); ἀνελκύσασθαι Poll.; ἀνασπάω, ἀναφέρω, Long. 2, 29. 26, kappen, ἀποκόπτειν. Vor Anker liegen, ἐπ' ἀγκύρας ὁρμεῖν, ἀποσαλεύειν, ὁρμίσασθαι, Poll. 1, 103; vgl. Eur. Hel. 1080. Dah. ἐπ' ἀγκύραιν δυοῖν ὁρμεῖν τινα ἐᾶν, Jemandem die Wahl zwischen zwei Dingen lassen, Dem. 56, 44; Plut. auch ἐπ' ἀγκύραις Sol. 19; – der Hauptanker des Schiffs hieß ἱερά, Luc. Fugit. 13 Jup. Trag. 51; Plut. reip. ger. pr. 19. Übertr. Eur. οἴκων, vom Sohne, des Hauses Stütze, Hec. 80; wie Soph. frg. 612; Plat. Legg. XII, 961 c πόλεως. – Bei Theophr. ein Haken, als Werkzeug.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
ancre ; ἄγκυραν καθιέναι, μεθιέναι, ἀφιέναι jeter l'ancre ; ἄγκυραν αἴρειν, αἴρεσθαι lever l'ancre ; ἐπ’ ἀγκύρας ὁρμεῖσθαι ou ἀποσαλεύειν être dans le port, à l'ancre ; ◊ prov. ἐπὶ δυοῖν ἀγκύραιν ὁρμεῖν DÉM être mouillé sur deux ancres, càd avoir pris ses précautions et se croire en sûreté ; ἄγκυρα ἱερά PLUT ancre sacrée, ancre de miséricorde, dernière chance de salut ; fig. soutien, appui, espérance.
Étymologie: R. Ἀγκ, v. ἀγκών.
Syn. εὐναία.

English (Slater)

ἄγκῡρα (-αν; -αι, -ας.) anchor ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι (O. 6.101) “ἄγκυραν ποτὶ χαλκόγενυν ναὶ κριμνάντων ἐπέτοσσε, θοᾶς Ἀργοῦς χαλινόν.” (P. 4.24) ἐπεὶ δἐμβόλου κρέμασαν ἀγκύρας ὕπερθεν (P. 4.192) κώπαν σχάσον, ταχὺ δἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε, χοιράδος ἄλκαρ πέτρας (P. 10.51) met., ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν (I. 6.13)

Spanish (DGE)

(ἄγκῡρα) -ας, ἡ
• Alolema(s): lesb. ἄγκυρρα Alc.297.2, pero v. 208.9
I 1ancla χάλαισι δ' ἄγκυραι Alc.208.9, ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονί con rapidez desliza el ancla hasta el fondo Pi.P.10.51, cf. D.C.48.47.6, ἄ. σιδηρᾶ IG 22.1610.19 (IV a.C.), ID 442.B.171 (II a.C.), ἄ. ξυλίνη δίβολος ID 1412.a.27 (II a.C.)
ἄγκυραν βάλλεσθαι, καθιέναι, μεθιέναι, ἀφιέναι echar el ancla, anclar, fondear Pi.I.6.13, Hdt.7.36, 188, 6.12, X.An.3.5.10
ἄγκυραν αἴρειν, αἴρεσθαι levar anclas Plu.Pomp.50, 80, AP 10.1 (Leon.)
ἐπ' ἀγκυρῶν, ἀγκύρας ἔχειν, ὁρμεῖν, ὁρμίζειν fondear, estar fondeado Hdt.6.12, Th.7.59, E.Hel.1071, D.50.22, Herod.1.41
ἀγκύρας τέμνεσθαι en fondos rocosos Peripl.M.Rubri 40, cf. 43
fig. οὐδ' ἄγκυραι ἔχουσιν (a la mujer joven), Thgn.459, μεθιέναι ἄ. ἐν δόμοισι πανδόκοις ξένων A.Ch.662, en prov. ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ ... δύ' ἄγκυραι Pi.O.6.101, cf. D.56.44.
2 fig. c. sent. más indep. apoyo, asidero, esperanza de los hijos ἄ. βίου S.Fr.685, ἄ. οἴκων E.Hec.80, γήρως IG 12(7).123.3 (Arcesine, imper.), τῆς ψυχῆς Ep.Hebr.6.19
abs. E.Hel.277, Pl.Lg.961c, Ou.Pont.3.2.6, ἱερὰ ἄ. última esperanza (cf. ἱερὰ γραμμή) Luc.ITr.51, Synes.Calu.M.66.1197D.
II 1garfio empleado para defenderse de los sitiadores, Plb.21.27.5
c. otros usos PMichael.18.3.3 (III d.C.).
2 agr. especie de horquilla para recoger higos muy altos, Thphr.CP 3.2.2, Hsch.
III pene Epich.189.
• Etimología: Deriv. de *ank-, ‘curvo’, cf. ἀγκών.

English (Abbott-Smith)

ἄγκυρα, -ας, ἡ (< ἄγκος, a bend), [in Sm.: Je 52:18 *;]
an anchor: Ac 27:29, 30 40; fig. (MM, VGT, s.v.), He 6:19. †

English (Strong)

from the same as ἀγκάλη; an "anchor" (as crooked): anchor.

English (Thayer)

(ας, ἡ (see ἀγκάλη), an anchor — (ancient anchors resembled modern in form: were of iron, provided with a stock, and with two teeth-like extremities often but by no means always without flukes; see Roschach in Daremberg and Saglio's Dict. des Antiq. (1873), p. 267; Guhl and Koner, p. 258): ῥίπτειν to cast (Latin jacere), ἐκτείνειν, περιαίρειν, Euripides, Hec. 78 (80); Heliodorus vii., p. 352 (350).

Greek Monotonic

ἄγκῡρα: ἡ (ἄγκος), Λατ. ancŏra, άγκυρα, απαντά πρώτα στον Αλκαίο και στο Θέογν., επειδή στον Όμηρ. αναφέρεται μόνο το εὐναί, δηλ. λίθοι χρησιμοποιούμενοι ως άγκυρες· ἄγκυραν βάλλεσθαι, καθιέναι, μεθιέναι, ἀφιέναι, ρίχνω άγκυρα, αγκυροβολώ, σε Πίνδ., Ηρόδ. κ.λπ.· παρομοίως και στο: ἐπὶ δυοῖν ἀγκύραιν ὁρμεῖν, δηλ. «έχω δύο χορδές στο τόξο μου», σε Δημ.· πρβλ. ὀχέω· ἐπὶ τῆς αὐτῆς (ενν. ἀγκύρας) ὁρμεῖν τοῖς πολλοῖς, δηλ. «το να βρίσκεται κάποιος στο ίδιο πλοίο με τους πολλούς», συμπορεύομαι, συμπλέω, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄγκῡρα: ион. ἀγκύρη ἡ
1) якорь Pind., Aesch., Eur., Thuc., Xen., Plut., Anth.: ἐπ᾽ ἀγκύραις ὁρμεῖσθαι Her. или ἀποσαλεύειν Dem. стать на якорь; ἐπὶ δυοῖν ἀγκύραιν ὁρμεῖν погов. Dem. стоять на двух якорях, т. е. вдвойне застраховать себя, перестраховаться; ἡ ὑστάτη ἄ., ἣν ἱερὰν οἱ ναυτιλλόμενοί φασι Luc. последний якорь, который мореходы называют священным;
2) перен. якорь спасения, опора, надежда (οἴκων ἄ. Eur.): εἰσὶ μητρὶ παῖδες ἄγκυραι βίου Soph. дети - опора матери в жизни.

Middle Liddell

ἄγκος
Lat. ancora, an anchor, first in Alcae. and Theogn., for in Hom. we hear only of εὐναί, i. e. stones used as anchors; ἄγκυραν βάλλεσθαι, καθιέναι, μεθιέναι, ἀφιέναι to cast anchor, Pind., Hdt., etc.; so, ἐπὶ δυοῖν ἀγκύραιν ὁρμεῖν, i. e. "to have two strings to one's bow," Dem.; cf. ὀχέω; ἐπὶ τῆς αὐτῆς (sc. ἀγκύρας) ὁρμεῖν τοῖς πολλοῖς, i. e. "to be in the same boat" with the many, Dem.

Chinese

原文音譯:¥gkura 昂去拉
詞類次數:名詞(4)
原文字根:錨
字義溯源:錨;源自(ἀγκάλη)=手臂);而 (ἀγκάλη)出自(ἄγκιστρον)X*=彎曲)。在( 徒27:29,30,40)三次說到船上的錨,而在( 來6:19)則喻說我們的指望有如魂的錨,又堅固,又牢靠
出現次數:總共(4);徒(3);來(1)
譯字彙編
1) 錨(4) 徒27:29; 徒27:30; 徒27:40; 來6:19