ἐκκηρύσσω

From LSJ
Revision as of 15:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκηρύσσω Medium diacritics: ἐκκηρύσσω Low diacritics: εκκηρύσσω Capitals: ΕΚΚΗΡΥΣΣΩ
Transliteration A: ekkērýssō Transliteration B: ekkēryssō Transliteration C: ekkirysso Beta Code: e)kkhru/ssw

English (LSJ)

Att. ἐκκηρύττω, A proclaim by voice of herald:—Pass., νέκυν ἀστοῖσί φασιν ἐκκεκηρῦχθαι τὸ μὴ τάφῳ καλύψαι S.Ant.27, cf. 203. II banish by proclamation, Hdt.3.148, Plb.4.21.8, D.S.14.97; τῆς πόλεως, ἐκ τῆς πόλεως, Aeschin.3.258, Lys.12.3:—Pass., ἐκ τοῦ γένους ἐκκεκηρῦχθχι Pl.Lg.929b; ἐξεκηρύχθην φυγάς S.OC430. 2 cashier, 'drum out' of the army, prob. in Arist.Ath.61.2.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω
I 1proclamar mediante heraldo, anunciar con un pregón una prohibición, c. dat. compl. indir., en v. pas. νέκυν ἀστοῖσι ... ἐκκεκηρῦχθαι τὸ μὴ τάφῳ καλύψαι S.Ant.27, cf. 203.
2 desterrar fuera de la ciudad o el γένος, declarar públicamente proscrito de pers. Μαιάνδριον Hdt.3.148, cf. D.19.331, D.L.2.43, App.Pun.74, 79, Them.Or.6.72d, αὐτούς Plb.4.21.8, τοὺς δὲ διαφυγόντας D.S.14.97, c. adj. pred. ἄκριτον ... πολίτην Plu.CG 4, ὡς ἀθεωτάτους ἡμᾶς ἐκκηρύσσετε Tat.Orat.27.4, c. indic. del lugar de donde τοὺς τριάκοντα ... ἐκ τῶν πόλεων Lys.12.35, cf. Aeschin.3.258, Cleom.2.1.414, Plu.Tim.30, Aristid.Or.3.605, οὓς ... τῆς ἰδίας βασιλείας Caryst.9, ἄμφω τὼ ἡγεμόνε τῶν ὅρων τῆς αὑτοῦ βασιλείας Polyaen.4.2.3, cf. I.BI 2.406, en v. pas. κἀξεκηρύχθην φυγάς S.OC 430, ἄξιος ἅπασιν ἐκ τοῦ γένους ἐκκεκηρύχθαι Pl.Lg.929b, cf. Lys.25.22, ὁ Ἐκκηρυττόμενος el Proscrito tít. de una comedia de Alexis, Ath.699f
fig. desterrar, eliminar τὴν αἵρεσιν Basil.Ep.92.3, c. gen. separat. τοῦτο (ὄνομα) ... τοῦ Ἑλληνικοῦ Luc.Pseudol.11, en v. pas. (ἡ ῥητορική) ἄπεισιν ἐκ τῶν πόλεων ἐκκηρυχθεῖσα ὑπὸ τοῦ Πλάτωνος Aristid.Or.2.271.
3 gener. expulsar fuera del ejército τὸν ἀτακτοῦντα Arist.Ath.61.2, fuera de una carrera τοὺς Οὐολούσκους ... πρὸ τοῦ ἀγῶνος D.C.Epit.7.16.4, fuera de la ciudad a mendigos, Aen.Tact.10.10, c. gen. πάσης γῆς καὶ θαλάττης (σέ) Cels.Phil.8.39, en v. pas. μόνος Ἀθηναίων ὑπὸ τῶν στρατηγῶν ἐξεκηρύχθη Lys.3.45, τοῦτον σχολῆς τῆσδ' ἐκκεκηρύχθαι Carn.1, τῶν Ὀλυμπίων Simp.in Epict.32.223
fig. excluir c. gen. ἑαυτὸν τῶν ἄθλων τοῦ σωτῆρος Clem.Al.QDS 3.5.
4 crist. excomulgar τοὺς τοιούτους πάντας Gr.Thaum.Ep.Can.2, αὐτόν Malch.Ep. en Eus.HE 7.30.17, cf. Philost.HE 2.11, ὃν ... συνόδου Χριστιανῶν Synes.Ep.4.
II simpl. proclamar ὃν ... ὁ δῆμος ἅπας ... καλαμοσφάκτην ἐξεκήρυξεν Ph.2.536, παντὸς ταπεινότερον ἑαυτὸν Gr.Nyss.M.46.832C.

German (Pape)

[Seite 762] durch den Herold laut ausrufen lassen, einen Befehl; νέκυν ἀστοῖσί φασιν ἐκκεκηρῦχθαι τὸ μὴ τάφῳ καλύψαι Soph. Ant. 27, vgl. 203; bes. so aus der Stadt od. dem Lande verbannen; κἀξεκηρύχθην φυγάς O. C. 431; τινά, Her. 3, 148; Lys. 3, 45; ἐκ τῆς πόλεως 12, 35; πανταχόθεν ib. 97; ἐκ τοῦ γένους, ausstoßen, Plat. Legg. XI, 929 b; τῆς πόλεως Aesch. 3, 258; τοῦ Ἑλληνικοῦ Luc. pseudol. 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκηρύσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω: ― προκηρύσσω διὰ κήρυκος, παθ., νέκυν ἀστοῖσί φασιν ἐκκεκηρῦχθαι τὸ μὴ τάφῳ καλύψαι Σοφ. Ἀντ. 27, πρβλ. 203. ΙΙ. ἐξορίζω διὰ προκηρύξεως, Ἡρόδ. 3. 148· τῆς πόλεως, ἐκ τῆς πόλεως Αἰσχίν. 19. 26, Λυσ. 123. 23· ἐκ τοῦ γένους Πλάτ. Νόμ. 929Β. ― Παθ., ἐξεκηρύχθην φυγὰς Σοφ. Ο. Κ. 430. 2) ἀποκλείω τῆς κοινωνίας, ἀφορίζω, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

1 faire annoncer par la voix du héraut : κἀξεκηρύχθην φυγάς SOPH et je fus, par la voix du héraut, proclamé banni;
2 faire proclamer par un héraut le bannissement : τινα de qqn.
Étymologie: ἐκ, κηρύσσω.

Greek Monolingual

(AM ἐκκηρύσσω, Α αττ. τ. ἐκκηρύττω)
1. κηρύσσω δημόσια, διαλαλώ, γνωστοποιώ
2. εκκλ. αφορίζω
αρχ.
1. εξορίζω, διώχνω
2. κατηγορώ με κήρυκα.

Greek Monotonic

ἐκκηρύσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. προκηρύσσω μέσω της φωνής κήρυκα, σε Σοφ.
II. θέτω κάποιον εξόριστο με προκήρυξη, σε Ηρόδ. — Παθ., ἐξεκηρύχθην φυγάς, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκηρύσσω: атт. ἐκκηρύττω
1) объявлять через глашатая: τὸν Πολυνείκους νέκυς φασὶν ἐκκεκηρῦχθαι τὸ μὴ τάφῳ καλύψαι Soph. говорят, что через глашатая запрещено предать тело Полиника погребению;
2) преимущ. объявлять через глашатая об изгнании, приговаривать к изгнанию (τινά Her., Polyb., Diod., Plut.; ἐκ τῆς πόλεως Lys. и τῆς πόλεως Aeschin.; τοῦ Ἑλληνικοῦ Luc.; εἰς ἔτη δέκα Plut.).

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω
I. to proclaim by voice of herald, Soph.
II. to banish by proclamation, Hdt.:—Pass., ἐξεκηρύχθην φυγάς Soph.