φρικαλέος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
α, ον, A shivering with cold, Hp.VM16 (Comp.), Cat. Cod.Astr.2.165. II dreadful, horrid, AP7.69 (Jul.), 9.300 (Addaeus); σπιλάς ib.7.382 (Phil.), cf. Tryph.195; ἄχθος πόνων Androm. ap.Gal.14.33; awe-inspiring, λόγος Hymn.Is.12.
German (Pape)
[Seite 1306] 1) eigtl. rauh, uneben auf der Oberfläche; σπιλάς Philp. 32 (VII, 382); Tryphiod. 190. – 2) schaurig, schrecklich; νάπος Add. 2 (IX, 300); νέκυς Iul. Aeg. 59 (VII, 69); sp. D., wie Nonn. D. 9, 42.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui se hérisse de froid ; p. ext. dont la surface est hérissée, raboteuse;
2 qui fait frissonner, effrayant, terrible.
Étymologie: φρίκη.
Greek (Liddell-Scott)
φρῑκαλέος: έα, ον, ὁ φρίσσων, φρικιῶν, ἀνατριχάζων ἐκ τοῦ ψύχους, Λατ. horrens, horribus, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 14. 2) ὁ ἔχων τραχεῖαν ἐπιφάνειαν, σπιλὰς Ἀνθ. Παλατ. 7. 382, Tρυφιόδ. (γράφε Τριφ-) 195. ΙΙ. τρομερός, φοβερός, φρικτός Ἀνθ. Παλατ. 7. 69., 9. 300.
Greek Monolingual
-α, -ο / φρικαλέος, -α, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικτός
2. απαίσιος
αρχ.
1. αυτός που αναρριγεί από το ψύχος
2. ο τραχύς στην επιφάνεια («φρικαλέῃσιν ἐπὶ πλευρῇσιν», Ανθ. Παλ.).
επίρρ...
φρικαλέως και φρικαλέα Ν
κατά τρόπο φρικαλέο, φρικτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρίξ, φρικός «ελαφρά κύμανση υδάτινης επιφάνειας, ανατρίχιασμα, ρίγος» + επίθημα -αλέος (πρβλ. θαρραλέος, νυστ-αλέος)].
Greek Monotonic
φρῑκᾰλέος: -α, -ον, Ιων. αντί φράτριος.
• φρῑκᾰλέος: -α, -ον, αυτός που τρέμει από το κρύο· φρικτός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
φρῑκᾰλέος:
1) шероховатый, т. е. обрывистый (σπιλάς Anth.);
2) приводящий в трепет, жуткий (νέκυς, νάπος Anth.).
Middle Liddell
φρῑκᾰλέος, η, ον,
shivering with cold: horrid, Anth. [from φρῑ́κη]