cruel
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
English > Greek (Woodhouse)
adjective
of persons: P. and V. ὠμός, ἄγριος, ἀγνώμων, δεινός, πικρός, σκληρός, σχέτλιος, τραχύς, Ar. and P. χαλεπός, V. ὠμόφρων, δυσάλγητος.
merciless: P. ἀπαραίτητος, V. νηλής, δυσπαραίτητος, Ar. and V. ἄτεγκτος.
of things: P. and V. δεινός, ὠμός, πικρός, σκληρός, σχέτλιος, Ar. and P. χαλεπός.
Spanish > Greek
διαβριθής, ἀλλόκοτος, δριμύς, αὐθάδης, ἀσυμπαθής, ἀνελεεινός, ἀπηλεγής, ἀφιλοικτίρμων, δυσαχής, δυσηλεγής, ἀπρήϋντος, βαρύφρων, δυσηχής, δυσάκεστος, δυσέκλυτος, ἔξαλλος, ἀμαθής, ἀμείλιχος, ἀπέρωτος, δυσδαίμων, ἀθηρής, ἀνάλγητος, ἀπηνής, δυσόργητος, ἀγνώμων, δυσαλγής, αἰνόφρων, δύσερις, βαρύς, ἀσυμπάθητος, δυσπενθής, ἄστοργος, ἄτεγκτος, δυσανάλγητος, ἀνηλεγής, ἀλίμενος, ἄσπλαγχνος, ἀζαλέος