κόλον

From LSJ
Revision as of 21:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον → you can't escape your destiny | there is no escaping from destiny | it's impossible to escape from what is destined | it is impossible to escape from what is destined | what is fated is impossible to escape | if you're born to be hanged, then you'll never be drowned | he that is born to be hanged shall never be drowned | if you are born to be hanged then you'll never be drowned | if you're born to be hanged then you'll never be drowned| you can't outrun your fate | you cannot outrun your fate | you can't stop fate | that's the way the cookie crumbles

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόλον Medium diacritics: κόλον Low diacritics: κόλον Capitals: ΚΟΛΟΝ
Transliteration A: kólon Transliteration B: kolon Transliteration C: kolon Beta Code: ko/lon

English (LSJ)

τό, A = ἡ τροφή, as etym. of κόλαξ, βουκόλος, δύσκολος and κοιλία, Ath.6.262a, copied by Eust.1817.53, 62 (who adds ἄκολος); applied to some form of preserved food in PSI5.535.39, 46 (iii B.C.). II colon, part of the large intestine, Ar.Eq.455, Arist.PA675b7, Nic. Al.23, Poll.2.209. κολόροβ-ον and κολόκυντ-ος, v. κολλόροβον IV.

German (Pape)

[Seite 1474] τό, 1) = κῶλον; Ar. Equ. 458; Nic. Al. 23. – 2) Essen, Speise, zur Abltg von βουκόλος, κόλαξ angenommen, Ath. VI, 262 a.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
gros boyau, côlon.
Étymologie: DELG étym. ignorée -- Babiniotis pê apparenté à κυλλός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόλον -ου, τό dikke darm.

Russian (Dvoretsky)

κόλον: τό анат. толстая кишка Arph., Arst.

Greek Monolingual

το (AM κόλον και σπαν. κῶλον)
το τμήμα του παχέος εντέρου από το τυφλό μέχρι την αρχή του απευθυσμένου
αρχ.
τροφή, φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μια άποψη, συνδέεται με τη λ. κυλλός «καμπύλος, κυρτός». Ο τ. κῶλον είναι μεταπλασμένος και προήλθε πιθ. κατ' επίδραση της λ. κῶλον, με σημ. «μέλος», και του λατ. τ. culus «πρωκτός». Τη λ. κόλον δανείστηκε η Λατινική με τις μορφές colum και colon και από εκεί η λ. κατέστη διεθνής επιστημονικός όρος].

Greek Monotonic

κόλον: τό, ε ντερικό τμήμα ή το χαμηλότερο τμήμα του παχέος εντέρου που εκτείνεται από το τυφλό ως το απευθυσμένο, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κόλον: τό, τροφή, φαγητόν, φορβὴ (ὅθεν ὁ Εὐστ. παράγει τὰ ἄκολος, κόλαξ), Ἀθήν. 262Α. ΙΙ. μέρος τοῦ παχέος ἐντέρου ἐκτεινόμενον ἀπὸ τοῦ τυφλοῦ μέχρι τοῦ ἀπευθυσμένου, (ὅπερ ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. φέρεται κῶλον, προφανῶς κατὰ λάθος, ὡς τὸ μέτρον δεικνύει ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 455, Νικ. Ἀλεξιφ. 23), Ἀριστ. π. Ζ. Μ. 3, 14, Πολυδ. Β΄, 193, 209.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: large intestine, ileum (Ar. Eq. 455, Arist., Nic., Poll.); name of food preserved in a pot (PSI 5, 535, 39; 46, IIIa), after Ath. 6, 262a = ἡ τροφή.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No convincing explanation. Bq points with hesitation to κυλλός curbed, κελλόν στρεβλόν H. Others (Hoffmann BB 15, 47, Wood ClassPhil. 21, 341ff., Lidén KZ 61, 23) connect καλίδια ἔντερα. Κύπριοι H. (s. v.). Late Greek had the form κῶλον, through influence of κῶλον member. Fur. 131 connects χοάς intestines, further χόλικες, γόλα ἔντερα. Μακεδόνες (γόδα codd.), γάλλια ἔντερα, γάλλος = χόλιξ; none really convincing.

Middle Liddell

κόλον, ου, τό,
the colon or lower intestine, Ar. [from κόλος

Frisk Etymology German

κόλον: {kólon}
Grammar: n.
Meaning: Dickdarm, Grimmdarm (Ar. Eq. 455, Arist., Nik., Poll.); Ben. einer in Töpfen verwahrten Speise (PSI 5, 535, 39; 46, IIIa), nach Ath. 6, 262a = ἡ τροφή.
Etymology: Ohne überzeugende Erklärung. Bq denkt zögernd an κυλλός krumm, κελλόν· στρεβλόν H. Nach anderen (Hoffmann BB 15, 47, Wood ClassPhil. 21, 341ff., Lidén KZ 61, 23) gehört dazu καλίδια· ἔντερα. Κύπριοι H. (s. d.).
Page 1,902