τρίβολος
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, name of various prickly plants, a water-chestnut, Trapa natans, τ. ἔνυδρος Thphr.HP4.9.1, Dsc.4.15. b caltrops, Tribulus terrestris, Ar.Lys.576; τ. περικαρπιάκανθος, χερσαῖος, Thphr.HP3.1.6, 6.1.3, Dsc. l.c.; ἄκανθαι καὶ τ. LXX Ge.3.18; βάτοι καὶ τ. Ph.1.680, cf. IG14.1934f1 (Rome):—Alc.47 calls sour wine ὀξύτερος τριβόλων. c τ. φυλλάκανθος, thorny trefoil, Fagonia cretica, Thphr.HP6.5.3. d τ. παραθαλάσσιος, prickly samphire, Echinophora spinosa, Hp.Nat.Mul.32. II τρίβολοι, οἱ, a threshing-machine, a board with sharp stones fixed in the bottom, Ph.Bel.85.36, al., LXX 2 Ki.12.31, Longus 3.30; τ. ξύλινος (in the section περὶ κάρρων) Edict.Diocl.15.41; τριβόλους ἀχυρότριβας AP6.104 (Phil.). III caltrop, i. e. a four-spiked implement thrown on the ground to lame the enemy's horses, Ph.Bel.100.7, Plu.2.200a, Polyaen.1.39.2, 4.3.17, Hdn.4.15.2, Procop.Goth.3.24. b τ. πηχῶν έ a larger contrivance for stopping boulders, etc., thrown down a slope, Ath.Mech. 38.2. c οἱ κατακρημνώμενοι τ. an instrument hung from the walls of a fortress as a defence against battering-rams, Ph.Bel.100.15. d a kind of missile, τριβόλων σιδηρῶν σφενδονῆται D.H.20.1; οἱ τ. οἱ καιόμενοι a kind of incendiary missile, Ph.Bel.100.20, cf. 94.9. IV part of the bit of a bridle, PCair.Zen.782 (a).9 (iii B. C.), Poll.1.148, Hsch. V dub. sens. in naval dockyard records, σίδηρος ἐκ τοῦ τ. IG22.1629.1154, 1631.338. VI as adjective, three-tiered, πυρὰ πυργοειδὴς τ. D.C.74.5.
German (Pape)
[Seite 1140] dreispitzig, dreizackig, ἄκων, Hesych. – Als subst. 1) ὁ τρίβολος, eine eiserne Spitze, in die Fersen zu stechen, eine Fußangel, Polyaen. 1, 39, 2; auch eine Spitze von Eisen am Pferdezaum. – Wegen der Aehnlichkeit eine stachlige Wasserpflanze, Wassernuß, tribulus; auch eine ähnliche Landpflanze, Voß Virg. Georg. 1, 153; ἀπὸ τριβόλων σῦκα συλλέγειν, Matth. 7, 16; – Alcaeus bei Ath. II, 38 sagt ὀξύτερος τριβόλων, sauer gewordener Wein, der den Stich hat. – 2) Stichrede, das witzig, epigrammatisch Zugespitzte des Ausdrucks, die Pointe. – 3) bei Ar. Lys. 576 die Schaafslorbeeren, die in der Wolle hangen bleiben. – 4) τὰ τρίβολα, eine Dreschmaschine, ein unten mit spitzigen Steinen besetztes Brett, das über das Getreide auf der Tenne geschleppt wurde, tribula, auch τριβόλους ὀξεῖς ἀχυρότριβας, Philp. 14 (VI, 104); vgl. Mathem. vett.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à trois pointes;
subst. :
I. ὁ τρίβολος :
1 chausse-trappe qu’on dispose sur les routes pour arrêter la cavalerie ennemie;
2 pl. pointes de fer au mors d'un cheval;
3 dard à trois pointes, trident, harpon;
4 pointe ou piquant, particul. poil dur de la laine brute;
5 châtaigne d'eau, plante aquatique armée de piquants;
6 sorte de chardon;
II. τὰ τρίβολα sorte de herse pour séparer le grain de la paille.
Étymologie: τρεῖς, βάλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρίβολος -ου, ὁ [τρι-, βάλλω] distel (plant);. ὀξύτερος τριβόλων (wijn) scherper dan distels Alc. 369.2.
Russian (Dvoretsky)
τρίβολος: (ῐ) ὁ
1) трибол (шарик с четырьмя остриями, из которых одно всегда торчало вверх; такие шарики рассыпались для задержки неприятельской конницы) (κατασπεῖραι τριβόλους σιδηροῦς Plut.);
2) колючка, ость (τριβόλους ἀπολέξαι Arph.);
3) колючее растение, терн (μὴ συλλέγουσιν ἀπὸ τριβόλων σῦκα NT);
4) pl. чесалка (τρίβολοι ἀχυρότριβες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τρίβολος: [ῐ], -ον, ὡς τὸ τρῐβελής, ὁ ἔχων τρεῖς αἰχμὰς ἢ ἀκωκάς· ὅθεν ὡς οὐσιαστ., Ι. τρίβολος, ὁ, τριβελὲς σιδήριον ὅπερ ῥιπτόμενον καθ’ ὁδὸν παραλύει τὴν κίνησιν τοῦ ἱππικοῦ τῶν πολεμίων ἐν ὥρᾳ μάχης, Πλούτ. 2. 200Β, (ἐν Ἀρβήλοις) Δαρεῖος τὸ μεταίχμιον τῆς συμβολῆς τριβόλοις κατέσπειρε Πολυαίνου Στραγ. Δ΄, γ΄ (σ. 118 ἔκδ. Κοραῆ), 139. 2, ἴδε Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ.· ἐπίσης, μέρος τοῦ εἰς τὸ στόμα τοῦ ἵππου ἐμβαλλομένου χαλινοῦ, Πολυδ. Α΄, 148. 2) ὡς ἐκ τῆς ὁμοιότητος τοῦ σχήματος, ἔνυδρόν τι φυτὸν ἀκανθῶδες, Λατ. trĭbulus. τρ. ἔνυδρος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 9, 1, Διόσκ. 4. 15. β) ὅμοιον φυτὸν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ὅπερ καὶ προσεκολλᾶτο εἰς τὰ ἔρια τῶν προβάτων. Ἀριστοφ. Λυσ. 576, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 1, 6· ἄκανθαι καὶ τρ. Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ϛʹ, 8· - ὁ Ἀλκαῖος 47 καλεῖ τὸν ὄξινον οἶνον, ὀξύτερων τριβόλων· - παρὰ Φιλοστρ. 492, ἐπηνωρθώθη προσβολῶν ἐξ’ Ἀντιγράφων. ΙΙ. τρίβολοι, οἱ, ἁλωνιστικὴ μηχανὴ συγκείμενη ἐκ σανίδων, εἰς τὴν κάτω ἐπιφάνειαν τῶν ὁποίων ἐνεπήγνυντο λιθάρια ὀξύτατα ὡς καὶ νῦν, Ἀρχ. Μαθ., ἡ παρ’ Οὐεργιλίῳ trῑbula, Γεωργ. 1. 164· [ὅπoυ τὸ ῑ δεικνύει ὅτι ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας παράγεται ἐκ τοῦ τρίβω, tero]· ἀλλ’ ἔχομεν τρῐβόλους ἀχυρότριβας ἐν Ἀνθ. Π. 6. 104.
English (Strong)
from τρεῖς and βέλος; properly, a crow-foot (three-pronged obstruction in war), i.e. (by analogy) a thorny plant (caltrop): brier, thistle.
English (Thayer)
τριβολου, ὁ (τρεῖς and βάλλω (cf. βέλος), three-pointed)), a thistle, a prickly wild plant, hurtful to other plants: Aristophanes, others; the Sept. for דַּרְדַּר, צְנִינִים thorns, B. D. under the word, Thorns and Thistles, 4; Löw, Aram. Pflanzennamen, § 302.)
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
ετήσιο ζιζάνιο φυτό («ἐκφέρουσα δὲ ἀκάνθας καὶ τριβόλους», ΚΔ)
αρχ.
1. μικρό σιδερένιο τεμάχιο με τρεις αιχμές τοποθετημένες κατά τρόπο ώστε η μία να στέκεται πάντοτε κατακόρυφα, όπως κι αν αυτό ριχνόταν στο έδαφος, το οποίο διασκόρπιζαν κατά μάζες, για να παρακωλύσουν την πορεία εχθρικού στρατού
2. μέρος του χαλινού του ίππου
3. ονομασία διαφόρων ακανθωδών φυτών (α. «τρίβολος παραθαλάσσιος» β. «τρίβολος φυλλάκανθος»)
4. το αλωνιστικό εργαλείο τριβόλι
5. ως επίθ. τρίβολος, -ον
α) αυτός που έχει τρεις αιχμές
β) αυτός που έχει ενωθεί από τρία μέρη («πυρὰ πυργοειδὴς τρίβολος», Δίων Κάσσ.)
6. φρ. «οι κατακρημνώμενοι τρίβολοι» — μηχανήματα αναρτημένα από τον τοίχο φρουρίου για υπεράσπιση από τους πολιορκητικούς κριούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -βολος (<βόλος < βάλλω), πρβλ. τετρά-βολος. Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως ονομ. φυτού επειδή αυτό είχε το ίδιο σχήμα με το πολεμικό όργανο. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική και με τις δύο σημ. (πρβλ. λατ. tribulus). Εξαλλου, η λ. με σημ. «αλωνιστικό όργανο» υποστηρίζεται ότι έχει δεχθεί την επίδραση του τρῑβω (πρβλ. λατ. tribulum, σχηματισμένο από το θ. tri- του tero «τρίβω», αν δεν θεωρηθεί παρετυμολογική η ένταξη του σ' αυτήν την οικογένεια)].
Greek Monotonic
τρίβολος: [ῐ], -ον=τρῐ-βελής·
I. 1. ως ουσ., εργαλείο με τρία μεγάλα καρφιά, τοποθετημένο έτσι ώστε ένα από τα καρφιά να στοχεύει προς τα πάνω, το οποίο χρησιμοποιείτο για να κουτσαίνει τα άλογα του ιππκού των εχθρών την ώρα της μάχης, σε Πλούτ.
2. αγκαθωτό φυτό, γαϊδουράγκαθο, σε Καινή Διαθήκη
II. τρίβολοι, οἱ, αλωνιστική μηχανή, που αποτελείται από σανίδες, στην κάτω επιφάνεια των οποίων μπήγονταν πολύ κοφτερά λιθάρια, σε Ανθ.
Middle Liddell
τρί-˘βολος, ον, = τρῐβελής]
I. as substantive a caltrop, i. e. a three-spiked implement, formed so that one of the spikes must point upwards, used to lame the enemy's horses, Plut.
2. a prickly plant, a burr, thistle, NTest.
II. τρίβολοι, οἱ, a threshing-machine, boards with sharp stones fixed in the bottom, Anth.
Chinese
原文音譯:tr⋯boloj 特里-波羅士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:三-投
字義溯源:鐵蒺藜(用來阻礙敵軍前進三叉星形障礙物),蒺藜;由(τρεῖς / Τρεῖς ταβέρναι)*=三)與(βέλος)=火箭)組成,而 (βέλος)出自(βάλλω / ἀμφιβάλλω)*=投,擲)。比較: (ἄκανθα)=荊棘
出現次數:總共(2);太(1);來(1)
譯字彙編:
1) 蒺藜(2) 太7:16; 來6:8