ἐμπορικός
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
ή, όν, A of commerce or for commerce, mercantile, οἶκος Stesich. 80; ἐμπορικὴ τέχνη or ἐμπορική alone = ἐμπορία 1.1, Pl.Euthphr.14e, Sph.223d, al.; ἐμπορικά, τά, Id.Lg.842d; ἐμπορικαὶ δίκαι Arist.Ath.59.5, D.7.12; κατὰ τοὺς ἐ. νόμους Id.35.3: ἐμπορικὰ συμβολαῖα ib.47; τὰ ἐμπορικὰ χρήματα money to be used in trade, ib.49; ἡ μνᾶ ἡ ἐμπορική the mina of commerce, IG22.1013.34 (ii B. C.); ἐμπορικόν, τό, the class of merchant-seamen, Arist.Pol.1291b24; with an aptitude for trade, παῖς Lib.Decl.33.7: Comp. ἐμπορικώτερος Ptol.Tetr.66: ἐμπορικοί, οἱ, camp-traders, sutlers, Arr.Tact.2.1. 2 imported, foreign, ἐμπορικὰ χρήματα διεμπολᾶν Ar.Ach.974; φόρτος Plu. Lyc.9. 3 διήγημα ἐμπορικόν = a traveller's tale, i. e. a romance, Plb.4.39.11. II Adv. ἐμπορικῶς = in mercantile fashion, Str.8.6.16.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1comercial, que practica o es propio del comercio, mercantil ἐ. τέχνη comercio concebido como un trueque, Pl.Euthphr.14e, ἐμπορικοὶ νόμοι leyes mercantiles relativas a cuestiones de importación, préstamo marítimo, etc., Pl.Lg.842d, D.35.3, ἐμ Μιλήτῳ μὲν κατὰ τὸν νόμον τὸν ἐμπορικὸν, ἐν Γόρτυνι δὲ κατὰ τὸν νόμον τὸν προξενικόν Milet 1(3).140.49 (III a.C.), ἐ. ... πόλις ciudad que practica el comercio c. otras ciu., Arist.Pol.1327a28, ἐ. δίκη proceso mercantil para juzgar infracciones contractuales, etc., Arist.Ath.59.5, D.7.12, D.34.42, cf. 33.2, SEG 37.77.34 (Atenas IV a.C.), συμβόλαια D.35.47, ἐμπορικὰ χρήματα bienes comerciales en dinero o especie, mercancías Ar.Ach.974, cf. D.35.49, IG 13.47.7 (V a.C.) en SEG 41.4, Plu.2.419b, ἐμπορικοὶ φόρτοι los cargamentos de mercancías traídas por mar, D.H.9.56, cf. Plu.Lyc.9, φορτία ἐμπορικά llevadas a lomo de burro SB 9792.12 (II a.C.), ἐμπορικὴ μνᾶ mina comercial sujeta a estricta comprobación, IG 22.1013.34, cf. 35 (II a.C.), δάνεια Didyma 488.24 (II a.C.), en Egipto μέτρον ἐμπορικόν n. de una medida para áridos PRyl.601.14 (I a.C.), cf. PPrincet.54.58 (I d.C.), c. gen. de concr. ἐ. ἐργασία σμαράγδου el comercio de esmeraldas Vett.Val.3.22.
2 comercial, propio de comerciantes, dotado para el comercio βίος Artem.2.37 (p.170), οὗτοι τῶν ἄλλων ἐμπορικώτεροι καὶ συναλλακτικώτεροι Ptol.Tetr.2.3.30, παῖς Lib.Decl.33.7, cf. Heph.Astr.Epit.4.76.12
•despect. διηγήματα ἐμπορικά narraciones de comerciantes dignas de poco crédito, Plb.4.39.11, ἐ. ἀπάτη ref. distintas técnicas adivinatorias Orac.Chald.107.9
•de tipo comercial, equiv. de baja calidad ref. tejidos bastos, op. βασιλικός ‘de calidad real’ y ἀπὸ χρειῶν ‘usado’ ἡμιτυβίων ἐμπορικῶν ἱστούς PHels.7.6, cf. 9 (II a.C.), cf. ἐμπορητικός.
II subst.
1 ὁ ἐμπορικός comerciante esp. de ultramar οἱ δ' ἐμπορικοὶ καὶ στρατιωτικοί Str.12.3.36, ἀπέβησαν αὐτῶν (ὁπλιτῶν) ὀλίγοι ... ὡς ἐμπορικοί τινες ἀπὸ τοῦ πλοίου Polyaen.5.16.3.
2 ἡ ἐμπορική = comercio entre ciu., op. καπηλική ‘pequeño comercio’ interurbano, Pl.Sph.223d
• τὸ ἐμπορικόν = la clase de los comerciantes, los comerciantes Arist.Pol.1291b24, cf. Hld.5.12.2.
3 milit. τὸ ἐμπορικόν = intendencia, parte (del ejército) que se ocupa de compras al por mayor para su aprovisionamiento, Arr.Tact.2.1.
4 lit. τὸ ἐμπορικόν = empórico, de viajes poema mélico en que se tratan temas vistos en el curso de viajes o expediciones comerciales, Procl.Chr.95, cf. 37.
III adv. ἐμπορικῶς
1 a la manera de los comerciantes θαλαττουργεῖν Str.8.6.16, ἡμᾶς ἐμπορικῶς μᾶλλον ἢ φιλικῶς ποιεῖσθαι τὰς διαλέξεις Basil.Ep.84.1.
2 al por mayor καλῶς ἐποίησας τὸν οἶνον ἐ. πωλήσας καὶ μὴ κοτυλίσας hiciste bien en vender el vino al por mayor y no al por menor, POxy.3989.12 (II d.C.).
German (Pape)
[Seite 816] ή, όν, zum Handel gehörig, kaufmännisch; χρήματα, Güter, die man aus dem Auslande durch Handel bezieht, Ar. Ach. 972; übh. Kaufmannsgüter, Waaren (wie φόρτος, Plut. Lyc. 9 u. a. Sp.); τέχνη Plat. Euthyphr. 14 e, τὰ ναυκληρικὰ καὶ ἐμπορικά Legg. VIII, 842 d; δίκαι Dem. 33, 2, Processe vor dem Handelsgericht, die schneller abgemacht wurden; νόμοι 35, 3; ἐργασίαι, kaufmännische Geschäfte, D. Sic. 11, 56; τάλαντον, μνᾶ, das Handelstalent, die im Handel übliche Mine (sie verhielten sich zur solonischen Münze wie 138 zu 100, vgl. Böckh Staatshh. II S. 349 ff.), Inscr.; – διήγημα, Kaufmannsnachricht, d. i. unzuverlässige, Pol. 4, 39, 11. – Adv. ἐμπορικῶς, kaufmännisch, Strab. VIII p. 376.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le commerce ou les marchands : δίκη ἐμπορική DÉM procès devant un tribunal de commerce.
Étymologie: ἔμπορος.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπορικός: торговый, коммерческий (χρήματα Arph., Plut.; τέχνη Plat.; πόλις Arst.; δίκαι Arst., Dem.; φόρτος Plut.): ἐμπορικὰ διηγήματα ирон. Polyb. купеческие россказни, бредни.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπορικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς ἐμπόριον, ὡς καὶ νῦν, οἶκος Στησίχ. 78˙ ἐμπ. τέχνη ἢ ἐμπορικὴ μόνον = ἐμπορία, Πλάτ. Εὐθύφρων 14Ε, Σοφ. 223D, κ. ἀλλ.˙ οὕτω, τὰ ἐμπορικὰ ὁ αὐτ. Νόμ. 842D· ἐμπ. δίκαι (πρβλ. ἐπιμελητὴς ΙΙ. 5), Δημ. 79. 23, Ἀριστ. Πολ. Ἀθην. σ. 87. 8 (ἔκδ. Blass)˙ κατὰ τοὺς ἐμπ. νόμους Δημ. 924. 11˙ ἐμπ. συμβόλαια ὁ αὐτ. 940. 6˙ τὰ ἐμπορικὰ χρήματα, χρήματα πρὸς ἐμπορίαν, αὐτόθι 20, ἴδε κατωτ. 2˙ ἡ μνᾶ ἡ ἐμπ., ἡ ἐν τῷ ἐμπορίῳ συνήθης μνᾶ (ἥτις κατὰ τὸν ὑπολογισμὸν τοῦ Böckh ἔχει λόγον πρὸς τὴν κοινὴν μνᾶν ὡς τὸ 69 πρὸς τὸ 50), Συλλ. Ἐπιγρ. 123, ἴδε σ. 168, §4˙ ἐμπορικόν, τό, ἡ τάξις τῶν θαλασσινῶν ἐμπόρων, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 21. 2) ὁ εἰσαγόμενος ἔξωθεν, ξένος, ἐμπ. χρήματα διεμπολᾶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 974˙ φόρτος Πλουτ. Λυκοῦργ. 9. 3) ἐμπορικὰ διηγήματα, διηγήματα ταξειδιωτῶν, Πολύβ. 4. 39, 11. ΙΙ. ἐπίρρ. ἐμπορικῶς, Στράβ. 376.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐμπορικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έμπορο ή στο εμπόριο («εμπορικός οίκος, σύλλογος, σύμβαση, σχολή, λιμάνι κ.λπ.»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το εμπορικό
κατάστημα πωλήσεως υφασμάτων, ψιλικών ή ειδών νεωτερισμού κ.λπ., εμπορικό κατάστημα
αρχ.
1. αυτός που εισάγεται από το εξωτερικό, ξένος
2. αυτός που έχει εμπορική ικανότητα
3. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ εμπορικοί
οι τροφοδότες του στρατοπέδου, οι κάπηλοι
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμπορικόν
τάξη θαλασσινών εμπόρων
επίρρ. εμπορικώς, -ά
με εμπορικό τρόπο, με τρόπο εμπόρου, με κερδοσκοπική διάθεση, χάριν εμπορίου, κέρδους.
Greek Monotonic
ἐμπορικός: -ή, -όν,
1. εμπορικός, αυτός που σχετίζεται με το εμπόριο, σε Στησίχ.· ἐμπ. τέχνη = ἐμπορία, σε Πλάτ.· ἐμπ. δίκαι, εμπορικές ενέργειες, σε Δημ.· τὰ ἐμπ. χρήματα, χρήματα που έχουν χρήση στο εμπόριο, στις εμπορικές συναλλαγές, στον ίδ.
2. εισαγόμενος, ξένος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ἐμπορικός, ή, όν adj
1. commercial, mercantile, Stesich.; ἐμπ. τέχνη = ἐμπορία, Plat.; ἐμπ. δίκαι mercantile actions, Dem.; τὰ ἐμπ. χρήματα money to be used in trade, Dem.
2. imported, foreign, Ar. [from ἔμπορος
English (Woodhouse)
Translations
mercantile
Bulgarian: търговски; Catalan: mercantil; Dutch: handels-; French: mercantile; Galician: mercantil; Ancient Greek: ἐμπορικός; Italian: mercantile; Latin: mercatorius; Latvian: tirdzniecisks, veikalniecisks; Portuguese: mercantil; Spanish: mercantil; Turkish: ticari