τροχίζω

From LSJ
Revision as of 22:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχίζω Medium diacritics: τροχίζω Low diacritics: τροχίζω Capitals: ΤΡΟΧΙΖΩ
Transliteration A: trochízō Transliteration B: trochizō Transliteration C: trochizo Beta Code: troxi/zw

English (LSJ)

fut. Att. -ιῶ AP (v. infr.): (τροχός):—A break on the wheel, torture, D.S.20.71, AP5.180 (Asclep.):—Pass., Antipho 1.20, Arist. EN1153b19; = ὑπὸ τροχοῦ κατατμηθῆναι ἢ καταθραυσθῆναι, Phryn.PS p.114B. II furnish with wheels, Bito 58.3 (Pass.). III Pass., run round, or perhaps take carriage exercise, Arist.Pr.935b29.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 garnir de roues;
2 rouer, livrer au supplice de la roue;
3 écraser sous les roues;
II. intr. tourner comme une roue.
Étymologie: τροχός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροχίζω [τροχός] radbraken.

Russian (Dvoretsky)

τροχίζω:
1) подвергать колесованию, колесовать Arst., Diod., Anth.;
2) вращать, кружить (Arst. - v.l. к τροχάζω).

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και τρουχίζω και τροχάω Ν
νεοελλ.
1. ακονίζω κοπτικό εργαλείο, μαχαίρι ή ψαλίδι, με τον ακονιστικό τροχό ή με την ακόνη («παν' να τροχίσουν τα σπαθιά, να πλύνουν τα τουφέκια», δημ. τραγούδι)
2. ιατρ. καθαρίζω και λειαίνω δόντι με τον τροχό
3. μτφ. εξασκώ κάποιον ή κάτι, τον κάνω ικανό («το μυαλό του δεν τροχίζεται εύκολα»)
αρχ.
1. δένω κάποιον στον τροχό, τον βασανίζω
2. παρασύρω κάποιον με τον τροχό και του προκαλώ σωματικές κακώσεις, τον τσαλαπατώ
3. βάζω ρόδες, εφοδιάζω με τροχούς
4. παθ. τροχίζομαι
α) βασανίζομαι, υφίσταμαι σωματικά βασανιστήρια στον τροχό
β) συνεκδ. ταλαιπωρούμαι πολύ
γ) γυρίζω και κυλώ σαν ρόδα, περιστρέφομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος. Ο νεοελλ. τ. τροχάω, κατά τα νεοασυναίρετα (πρβλ. σφυράω: σφυρίζω), ενώ ο τ. τρουχίζω με κώφωση (πρβλ. κουδούνι: κώδων)].

Greek Monotonic

τροχίζω: μέλ. Αττ. τροχιῶ, (τροχός), στρέφω κάποιον γύρω από τον τροχό, βασανίζω, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

τροχίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, (τροχὸς) δένω τινὰ ἐν τροχῷ καὶ στρεβλῶ αὐτόν, βασανίζω, Διόδ. 20. 71, Ἀνθ. Π. 5. 181. - Παθ., τροχίζεσθαι, στρεβλοῦσθαι ἐπὶ τοῦ τροχοῦ, Ἀντιφῶν 113, 33, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 13, 3, πρβλ. Α. Β. 66. ΙΙ. ἐφοδιάζω μὲ τροχούς, Ἀρχ. Μαθ. ΙΙΙ. Παθ., περιστρέφομαι ὡς τροχός, τρέχω, περιτρέχω, Ἀριστ. Προβλ. 23. 39.

Middle Liddell

τροχίζω, τροχός
to turn round on the wheel, torture, Arist.