ἀπότροπος
ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων → I will be ruined together with the enemy, let me die with the Philistines
English (LSJ)
ον, (ἀποτρέπω) A turned away, far from men, ἐγὼ παρ' ὕεσσιν ἀπότροπος Od.14.372; turned away in flight, Opp.H.4.254. 2 from which one turns away, horrible, ἀ. ἄγος A.Ch.155 (lyr.); τὸν ἀ. Ἅιδαν S.Aj.608 (lyr.); σκότου νέφος Id.OT1314; πῦρ Ar.Ec.792; γνώμη ἀ. a stern, hostile decree, Pi.P.8.94; κασιγνήτης ἀπότροπον . . εὐνήν Ps.-Phoc.182. II Act., turning away, averting, κακῶν A. Ch.42, E.Ph.586; ἀ. δαίμονες A.Pers.203. 2 preventing, saving from, ἀ. αὐτοῖς ἐγέετο μή .., c. inf., Pl.Lg.877a.
Spanish (DGE)
-ον
I 1alejado, apartado ἐγὼ παρ' ὕεσσιν ἀπότροπος· οὐδὲ πόλινδε ἔρχομαι Od.14.372.
2 vuelto de espaldas fig. πίτνει χαμαί, ἀποτρόπῳ γνώμᾳ σεσεισμένον cae a tierra sacudido por una intención hostil (la de la divinidad) e.d. por tener la fortuna de espaldas Pi.P.8.94
•de retirada φεύγουσιν ἀπότροποι Opp.H.4.254, cf. 2.507.
II que debiera ser conjurado o eludido, abominable, siniestro ᾍδαν S.Ai.608, σκότου νέφος de la ceguera de Edipo, S.OT 1314, πῦρ Ar.Ec.792, εὐνή Ps.Phoc.182.
III que conjura, protector, tutelar ἀποτρόποισι δαίμοσιν ... θῦσαι A.Pers.203, cf. E.Ph.586
•c. gen. ὦναξ Παιάν, ἀπότροπος γένοιό μοι πημάτων E.HF 821, c. or. c. μή: (δαίμων) αὐτοῖς ἐγένετο μὴ τῷ μὲν ἀνίατον ἕλκος γενέσθαι Pl.Lg.877a, de ritos χάριν ἀχάριτον ἀπότροπον κακῶν A.Ch.44, cf. 155.
German (Pape)
[Seite 332] 1) abgewandt, entfernt, Od. 14, 372; Opp. H. 4, 254. – 2) wovon man sich abwendet, verabscheuungswerth, ὅ, τι ἄν τις ἀποτρέποιτο, Hesych.; ἄγος Aesch. Ch. 153; Ἅιδης Soph. Ai. 608; O. R. 1314; πῦρ Ar. Eccl. 792. – 3) abwendend, bes. Unheil, wie ἀποτρόπαιος; δαίμονες Aesch. Pers. 199; κακῶν Ch. 42; Eur. Herc. Fur. 801; verhindernd, ἀπ. ἐγένετο αὐτοῖς μή Plat. Legg. IX, 877 a.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 qui s'éloigne de la société des hommes, qui vit à l'écart;
2 dont on se détourne avec crainte ou horreur, terrible ou abominable;
II. qui détourne (les maux), gén. ; abs. tutélaire.
Étymologie: ἀποτρέπω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπότροπος:
1) удалившийся от людей, уединенно живущий Hom.;
2) внушающий отвращение или ужас, страшный (ἄγος Aesch.; Ἃιδης Soph.; πῦρ Arph.);
3) враждебный (γνώμη Pind.);
4) (пред)отвращающий (κακῶν Aesch., Eur.): ἀ. ἐγένετο μὴ τῷ τι γενέσθαι Plat. он не допустил, чтобы с ним что-л. приключилось;
5) отводящий прочь несчастья, покровительствующий (δαίμονες Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπότροπος: -ον, (ἀποτρέπω) ὁ μακρὰν τῶν ἀνθρώπων, ἐγὼ παρ᾿ ὕεσσιν ἀπότροπος, «ὁ κεχωρισμένος καὶ οἷον ἐξόριστος» (Εὐστ.), Ὀδ. Ξ. 372· ὁ τρεπόμενος εἰς φυγήν, Ὀππ. Ἁλ. 4.254. 2) ἀποτρόπαιος, φοβερός, δεινός, βδελυρός, ἀπ., ἄγος Αἰσχύλ. Χο, 155· τὸν ἀπ. Ἅιδαν Σοφ. Αἴ. 608· σκότου νέφος ὁ αὐτ. Ο.Τ.1314· πῦρ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 792· γνώμη ἀπ., αὐστηρά, ἐχθρικὴ ἀπόφασις, Πινδ. Π. 8.133· κασιγνήτης ἀπότροπον... εὐνήν Ψευδο-Φωκυλ. 169. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἀποτρέπων, μακρύνων, ὡς τὸ ἀποτρόπαιος Ι. - κακῶν Αἰσχύλ. Χο. 42, Εὐρ. Φοίν. 586· ἀπ. δαίμονες, Λατ. dii avrrunci, Αἰσχύλ. Πέρσ. 203. 2) ἐμποδίζων, ἀπότρ. μή... Πλάτ. Νόμ. 877Α.
English (Autenrieth)
(τρέπω): live retired, Od. 14.372†.
English (Slater)
ἀπότροπος, -ον pass. turned away οὕτω δὲ καὶ πίτνει χαμαὶ ἀποτρόπῳ γνώμᾳ σεσεισμένον (sc. βροτῶν τὸ τερπνόν. von Umkehr der Denkart zum Wanken gebracht, Fränkel D & P, 571 n. 14.) (P. 8.94)
Greek Monolingual
ἀπότροπος, -ον (Α) αποτρέπω
1. ο απομακρυσμένος, αυτός που ζει μακριά από τους ανθρώπους
2. αποτρόπαιος, φοβερός, φρικιαστικός
3. αυστηρός, εχθρικός
4. ο αποτρεπτικός.
Greek Monotonic
ἀπότροπος: -ον (ἀποτρέπω)·
I. 1. αυτός που έχει απομακρυνθεί από τους ανθρώπους, εξόριστος, σε Ομήρ. Οδ.
2. αυτός από τον οποίο αποστρέφει κάποιος το πρόσωπό του, δεινός, τρομερός, φρικτός, αποκρουστικός, σε Αισχύλ., Σοφ.
II. Ενεργ., αυτός που αποτρέπει, που απομακρύνει κάτι, με γεν., σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
ἀποτρέπω
I. turned away, banished, Od.
2. from which one turns away, direful, grim, Aesch., Soph.
II. act. turning away, averting, a thing, c. gen., Aesch., Eur.
Léxico de magia
-ον que aparta del mal ref. a Apolo Φοῖβε, ... ἔρχεο χαίρων, ἑκάεργε, ἀπότροπε Febo, ven alegre, que actúas de lejos, que apartas del mal P II 3