συνωδίνω

From LSJ
Revision as of 12:38, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

διὰ τί αἱ μεγάλαι ὑπερβολαὶ νοσώδεις → why are great excesses disease-producing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνωδίνω Medium diacritics: συνωδίνω Low diacritics: συνωδίνω Capitals: ΣΥΝΩΔΙΝΩ
Transliteration A: synōdínō Transliteration B: synōdinō Transliteration C: synodino Beta Code: sunwdi/nw

English (LSJ)

[ῑ], to be in travail together, σ. κακοῖς share in the agony of woes, E.Hel.727; οἱ συνωδίνοντες ὄρνιθες Arist.EE1240a36; οἱ ἄρρενες ταῖς θηλείαις σ. Ael.NA3.45:—Pass., στεροπῇσι συνωδίνοντο κεραυνοί Nonn.D.2.507.

French (Bailly abrégé)

souffrir en même temps qu'une autre des douleurs de l'enfantement ; en gén. souffrir avec un autre.
Étymologie: σύν, ὠδίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ωδίνω tegelijk in barensnood verkeren (van de schepping). NT Rom. 8.22. overdr. mee lijden, met dat. met iets:. κακοῖς met zijn ellende Eur. Hel. 727.

German (Pape)

[ῑ], mit od. zugleich Geburtswehen haben, überhaupt mit über Etwas Schmerz empfinden, κακοῖς Eur. Hel. 733.

Russian (Dvoretsky)

συνωδίνω: (ῑ)
1 сострадать, сочувствовать (κακοῖς, sc. τινος Eur.);
2 вместе терпеть муки (συστενάζειν καὶ σ. NT).

English (Strong)

from σύν and ὠδίνω; to have (parturition) pangs in company (concert, simultaneously) with, i.e. (figuratively) to sympathize (in expectation of relief from suffering): travail in pain together.

English (Thayer)

a. properly, to feel the pains of travail with, be in travail together: οἶδε ἐπί τῶν ζοωον τάς ὠδῖνας ὁ σύνοικος καί συνωδίνει γέ τά πολλά ὥσπερ καί ἀλεκτρυονες, Porphyry, de abstin. 3,10; (cf. Aristotle, eth. Eud. 7,6, p. 1240a, 36).
b. metaphorically, to undergo agony (like a woman in childbirth) along with: σύν refers to the several parts of whichκτίσις consists, cf. Meyer at the passage); κακοῖς, Euripides, Hel. 727.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. κοιλοπονώ μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. (γενικά) υποφέρω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο, συμπάσχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὠδίνω «κοιλοπονώ, έχω ωδίνες τοκετού»].

Greek Monotonic

συνωδίνω: [ῑ], κοιλοπονώ μαζί, λέγεται για τις ωδίνες του τοκετού· υποφέρω από κοινού, συμπάσχω, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

συνωδίνω: [ῑ], ὠδίνω, κοιλοπονῶ ὁμοῦ, σ. κακοῖς, συνυποφέρω, συμπάσχω, Εὐρ. Ἑκάβ. 727· οἱ συνωδίνοντες ὄρνιθες Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 7. 6, 5.

Middle Liddell

to be in travail together, Eur.

Chinese

原文音譯:sunwd⋯nw 尋-哦笛挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-痛苦
字義溯源:同受悲痛,一同勞苦,一同受苦;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ὠδίνω)=經過痛苦)組成,其中 (ὠδίνω)出自(ὠδίν)=劇痛),而 (ὠδίν)出自(ὀδύνη)=傷痛), (ὀδύνη)出自(δύνω)=落下), (δύνω)出自(δυσφημία)X*=沉)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 一同勞苦(1) 羅8:22