ἕστωρ
Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing
English (LSJ)
ορος, ὁ, peg at the end of the pole, passing through the yoke and having a ring (κρίκος) affixed, prob. for passing the inside reins through, Il.24.272 (v.l. ἕκτορι), Aristobul.7 J.
German (Pape)
[Seite 1045] ὁ, ein Pflock oder Nagel vorn an der Wagendeichsel, über den der Ring, κρίκος, gehängt wurde, an welchen man die Riemen der Zugthiere anknüpfte, Il. 24, 272; vgl. Arr. An. 2, 3, 11; Plut. Alex. 18. Wahrscheinlich von ἕξω oder ἵημι, vgl. Lob. Paralip. p. 430. Andere lesen bei Hom. ἕκτωρ von ἔχω, der Haltnagel.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
cheville qui tient le joug attaché au timon.
Étymologie: ἕζομαι ; sel. d’autres ἕκτωρ, de ἔχω.
English (Autenrieth)
ορος: bolt at the end of the pole of a chariot, yoke-pin, Il. 24.272†. (See cut; cf. also No. 46.)
Greek Monolingual
(I)
(Α ἕστωρ, ὁ)
νεοελλ.
μεταλλικό τεμάχιο κυλινδρικό ή κολουροκωνικό που χρησιμεύει ως πόλος για την περιστροφή του κιλλίβαντα τών βαρέων πυροβόλων
αρχ.
πάσσαλος στο άκρο του ρυμού του ζυγού, ο οποίος φέρει δύο κρίκους απ' όπου διέρχονται τα εσωτερικά ηνία («ἐπὶ δὲ κρίκον ἕστορι βάλον» — έβαλαν τον κρίκο πάνω στον πάσσαλο τον μπηγμένο στο άκρο του ρυμού, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ανάγεται πιθανώς στην ΙΕ ρίζα wers- «υπερυψωμένος τόπος» με επίθημα -tor- (> αρχ. ελλ. -τωρ) οπότε συνδέεται με το αρχ. ινδ. vars-man «γήλοφος, ύψωμα». Η ύπαρξη παράλληλου τ. έκτωρ οδήγησε άλλους στον συσχετισμό με το ρ. έχω: σχειν > έσχτωρ > έστωρ και έκτωρ. Ξενίζει πάντως το επίθημα -τωρ σε ονομασία αντικειμένου όπου θα περίμενε κανείς το -τηρ].
(II)
ἕστωρ, ὁ (Α)
επιγρ. ο ιδρυτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έζομαι].
Greek Monotonic
ἕστωρ: -ορος, ὁ, ξυλόπροκα στην άκρη πασσάλου, που διαπερνά το άρμα και έχει προσαρτημένο έναν κρίκο (κρίκος), σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἕστωρ: ορος ὁ болт, чека (для скрепления ярма с дышлом) Hom., Plut.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: founder (IUrb.Rom. 1155.88)
Origin: IE [Indo-European] [884] *sed- sit
Etymology: From ἔζομαι.
-ορος
Grammatical information: m.
Meaning: peg at the end of a chariot pole (Ω 272, v.l. ἕκτορι after ἔχειν; Aristobul.).
Etymology: Unexplained; on the formation Benveniste Noms d'agent 55, Fraenkel Glotta 32, 28f. with hypotheses. Acc. to Fick, Sommer, Ehrlich (s. Bq with Add. et corr.) with ὕσταξ πάσσαλος κεράτινος H. from *u̯ers-tor-, to Skt. várṣ-man- height, hill etc. Othe proposals in WP. 1,267: from ἕκτωρ after σχ-εῖν for *ἕσχτωρ reshaped?; in Schwyzer 531 n. 12: to ἵζω as who sets?
Middle Liddell
ἕστωρ, ορος,
a peg at the end of the pole, passing through the yoke and having a ring (κρίκοσ) affixed, Il. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
ἕστωρ: -ορος
{héstōr}
Grammar: m.
Meaning: Deichselnagel (Ω 272, v.l. ἕκτορι nach ἔχειν; Aristobul.).
Etymology: Unerklärt; zur Bildung Benveniste Noms d’agent 55, Fraenkel Glotta 32, 28f. mit hypothetischen Ausführungen. Nach Fick, Sommer, Ehrlich (s. Bq mit Add. et corr.) mit ὕσταξ· πάσσαλος κεράτινος H. aus *u̯ers-tor-, zu aind. várṣ-man- Anhöhe, Hügel usw. Andere zögernde Vermutungen bei WP. 1,267: aus ἕκτωρ nach σχεῖν für *ἕσχτωρ umgebildet?; bei Schwyzer 531 A. 12: zu ἵζω als Setzer?
Page 1,577