φαιδρύνω

From LSJ
Revision as of 12:48, 28 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαιδρύνω Medium diacritics: φαιδρύνω Low diacritics: φαιδρύνω Capitals: ΦΑΙΔΡΥΝΩ
Transliteration A: phaidrýnō Transliteration B: phaidrynō Transliteration C: faidryno Beta Code: faidru/nw

English (LSJ)

A Ep. impf. φαιδρύνεσκεν A.R.4.671:—make bright, cleanse (coupled with ἀποπλύνειν καὶ διαπλύνειν by Poll.7.40), τινὰ λουτροῖσι φ. A.Ag.1109 (lyr.); θεαὶ μορφὰν ἐφαίδρυναν gave me a bright form, says Helen, E.Hel.678 (lyr.); φ. χρόα Call.Jov.32; δέμας, εἵματα, A.R.3.1043, 4.671; στεφανοῦντα καὶ φαιδρύνοντα τὸν Ἑρμῆν καὶ τὴν Ἑκάτην Porph.Abst.2.16; χεῖρας AP5.227 (Paul. Sil.); τῇ γλώττῃ τὸ πρόσωπον Ael.NA3.21; [Ἥλιος] κοσμῶν καὶ φαιδρύνων Jul.Or.4.142a:—Med., λουτρῷ χρόα φαιδρύνεσθαι to wash one's skin clean, Hes.Op.753, cf. Mosch.2.31.
II metaph., cheer, A.Ag.1120:—Med., τὸν ἑαυτοῦ βίον φαιδρύνασθαι Pl.Lg. 718b:—Pass., beam or brighten up with joy, X.Cyr.5.5.37; ἐπί τινι at a thing, Callistr.Stat.9; τὼ ὀφθαλμώ Poll.6.199.
III Pass., become more glaring, of a fever, ἀεὶ μᾶλλον ἐφαιδρύνετο Gal.14.653.

German (Pape)

[Seite 1250] wie φαιδρόω, 1) reinigen, glänzend machen; med., χρόα φαιδρύνεσθαι, sich die Haut rein waschen, Hes. O. 755; πόσιν λουτροῖσι φαιδρύνασα Aesch. Ag. 1080; vgl. Eur. Hel. 683; Mosch. 2, 31; Poll. 7, 40. – 2) übertr., erheitern; Aesch. οὔ με φαιδρύνει λόγος Ag. 1091; schmücken, auch med., Plat. Legg. IV, 718 b, wie Ap. Rh. 3, 832; ἥσθησαν καὶ ἐφαιδρύνθησαν Xen. Cyr. 5, 5,37.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐφαίδρυνα;
faire briller :
1 au propre nettoyer, laver;
2 fig. faire briller de joie, rendre joyeux ; Pass. être joyeux, montrer sa joie.
Étymologie: φαιδρός.

Russian (Dvoretsky)

φαιδρύνω: (ῡ)
1 мыть, умывать (μορφάν Eur.; χεῖρας Anth.): χρόα φαιδρύνεσθαι Hes. мыть свое тело; φ. τινὰ λουτροῖσι Aesch. купать кого-л.;
2 делать красивым, украшать: τὸν ἀηδῆ τοῦ προσώπου χρῶτα φ. Luc. (притираниями) улучшать неприятный цвет лица; φαιδρύνεσθαι τὸν ἑαυτοῦ βίον Plut. делать свою жизнь краше;
3 радовать, веселить (οὔ με φαιδρύνει λόγος Aesch.): ἥσθησάν τε καὶ ἐφαιδρύνθησαν Xen. они обрадовались и развеселились - см. тж. φαιδρόομαι.

Greek (Liddell-Scott)

φαιδρύνω: (φαιδρὸς) πλύνω, καθαρίζω, λαμπρύνω, («καὶ τὸ φαιδρύνειν δὲ καὶ ἀποπλύνειν καὶ διαπλύνειν τῷ πλύνειν προσήκει» Πολυδ. Ζ΄, 40), τὸν ὁμοδέμνιον πόσιν λουτροῖσι φαιδρύνασα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1109· θεαὶ μορφὰν ἐφαίδρυναν, μοὶ ἔδωκαν μορφὴν λαμπράν, λέγει ἡ Ἑλένη, Εὐρ. Ἑλ. 678· φ. χρόα Καλλ. εἰς Δία 32· δέμας, εἵματα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1043, Δ. 671· χεῖρας Ἀνθ. Π. 5. 228· τῇ γλώττῃ τὸ πρόσωπον, ἐπὶ τοῦ λέοντος, Αἰλ. περὶ Ζ. 3. 21· κλπ· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, χρόα φαιδρύνεσθαι, «καθαίρεσθαι τὸ σῶμα» (Μοσχόπουλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 751, πρβλ. Μόσχον 2. 31. ΙΙ. μεταφορ., καθιστῶ φαιδρόν, προξενῶ χαράν, οὔ με φαιδρύνει λόγος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1120. ― Μέσ., φαιδρύνεσθαι τὸν ἑαυτοῦ βίον Πλάτ. Νόμ. 718Β. ― Παθητ., πληροῦμαι χαρᾶς, εὐθὺς ἥσθησαν καὶ ἐφαιδρύνθησαν Ξεν. Κύρ. 5. 5, 37· ἐπί τινι, διά τι πρᾶγμα, Καλλίστρ. 901· φαιδρύνεσθαι τῷ ὀφθαλμὼ Πολυδ. Ζ΄, 199· πρβλ. φαιδρόομαι.

Greek Monolingual

ΝΑ φαιδρός
καθιστώ κάποιον ή κάτι φαιδρό, χαροποιώ, ευφραίνω («οὔ με φαιδρύνει λόγος», Αισχύλ.)
νεοελλ.
προκαλώ φαιδρότητα, θυμηδία
αρχ.
1. καθαρίζω κάτι και το κάνω να λάμπει («θεαὶ μορφὰν ἐφαίδρυναν», Ευρ.)
2. παθ. φαιδρύνομαι- γίνομαι κόκκινος από τον πυρετό.

Greek Monotonic

φαιδρύνω: [ῡ], (φαιδρός
I. κάνω κάτι λαμπερό, καθαρίζω, σε Αισχύλ.· θεαὶ μορφὰν ἐφαίδρυναν, μου έδωσαν λαμπερή μορφή, σε Ευρ. — Μέσ., χρόαφαιδρύνεσθαι, πλένω το σώμα κάποιου ώστε να γίνει καθαρό, σε Ησίοδ.
II. μεταφ., ευθυμώ, σε Αισχύλ. — Παθ., ακτινοβολώ ή είμαι γεμάτος λάμψη, σε Ξεν.

Middle Liddell

φαιδρύ¯νω, φαιδρός
I. to make bright, to cleanse, Aesch.; θεαὶ μορφὰν ἐφαίδρυναν gave me a bright form, Eur.: —in Mid., χρόα φαιδρύνεσθαι to wash one's skin clean, Hes.
II. metaph. to cheer, Aesch.:—Pass. to beam or brighten up with joy, Xen.