ἄχνη
English (LSJ)
Dor. ἄχνα, ἡ, A anything that comes off the surface: I of liquids, foam, froth, in Hom. of the sea, Od.12.238, al.; ἁλὸς ἄ. 5.403, cf. Tim.Pers.95, A.R.2.570; θοὴν ἀπερεύγεται ἄχνην, of a river, D.P.693: Medic., exudation, Hp.Int.1; οἰνωπὸς ἄ. froth of wine, E. Or.115; ἄχνα οὐρανία dew of heaven, S.OC681 (lyr.); δακρύων ἄχνα dewy tears, Id.Tr.848 (lyr.); also ἄχνη πυρός, i.e. smoke, A.Fr. 336. II of solids, chaff, in plural, ὡς δ' ἄνεμος ἄχνας φορέελ Il.5.499; καρπόν τε καὶ ἄχνας ib.501; down on the quince, μῆλον λεπτῇ πεποκωμένον ἄ. AP6.102 (Phil.); ἄχνη ἡ ἀφ' ἡμιτυβίου fluff, shreds, used for lint, Hp.Art.37; ὀθονίου Id.Mochl.2; ἄ. Λυδῆς κερκίδος, of finespun fabrics, S.Fr.45; ἄ. χαλκίτιδος metallic dust, Plu.2.659c, cf. Orph.L.455; ἄχναι wall-decorations, dub. in Aret.CA1.1 (stramina Cael. Aur.). III ἄχνην in acc., as adverb, morsel, the least bit, ἢν δ' οὖν καταμύσῃ κἂν ἄχνην Ar.V.92. IV πυρὸς ἄ., = χαμελαία, Dsc.4.171; = θυμελαία, ib.172. V ἄχναν· τὴν οἴκησιν, Hsch.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): dór. ἄχνα Simon.38.13, Tim.15.84, S.Tr.848, OC 681
A de cosas tenues y ligeras que se desmenuzan y esparcen
I en sólidos
1 cascabillo, pajillas ὅτε ... Δημήτηρ κρίνῃ ... καρπόν τε καὶ ἄχνας Il.5.501, ὣς δ' ἄνεμος ἄχνας φορέει Il.5.499
•pavesas que forman el humo ἄ. πυρός A.Fr.312
•de piedras y metales polvillo, limaduras τῆς χαλκίτιδος ἄχνη Plu.2.659c, λεπταλέη ἄχνη (λίθου) Orph.L.455
•como ornamento en la construcción pajilla τοῖχοι λεῖοι, ὁμαλοὶ ... μηδὲ ἄχναις μηδὲ γραφῇσι εὔκοσμοι Aret.CA 1.1.1.
2 de plantas y frutos pelusa, polvillo μῆλον λεπτῇ πεποκωμένον ἄχνῃ AP 6.102 (Phil.), del que suelta la ortiga al sacudirla, Aret.CA 1.2.13
•fig. excelencia, primor de un tejido finísimo ἄ. Λύδης κερκίδος S.Fr.45
•pelusa en el sent. de parte mínima, pizca ὕπνου ... ἢν δ' οὖν καταμύσῃ κἂν ἄχνην (ὁρᾷ) Ar.V.92.
3 ciruj. copos, vellones con los que se hacen las hilas ἄ. ὀθονίου Hp.Mochl.2, cf. Art.37, Mul.1.19, Aret.CA 2.3.16.
II en líquidos
1 espuma del mar ὑψόσε δ' ἄχνη ... ἔπιπτεν Od.12.238, ἁλὸς ἄ. Od.5.403, ἄ. κύματος Simon.l.c., cf. Tim.l.c., Call.Del.14, A.R.2.570, Nic.Al.518, D.C.70.4.2, Aret.SA 1.5.7, de un río θοὴν ἀπερεύγεται ἄχνην D.P.693, del vino οἰνωπὸς ἄ. E.Or.115, en la expectoración de un enfermo αἵματος ἔπτυεν ἄχνην Nonn.D.37.541
•de residuos o algas en la superficie del mar τὴν τῆς θαλάσσης ἄχνην ἐσθίουσι D.P.Au.2.11
•fig. οὐρανία ἄ. el rocío S.OC 681, χλωρὰν τέγγει δακρύων ἄχναν derrama un fresco rocío de lágrimas S.Tr.848.
2 medic. en la orina arenilla τὸ πρῶτον μικρὴ ἄχνη ... ἔπειτα τὸ ἐπιὸν ψαμμῶδες προσγίνεται Hp.Morb.4.55, en los ojos cuando se resecan κακὸν δὲ καὶ τὸ (δάκρυον) ἐπιξηραινόμενον, οἷον ἄχνη Hp.Epid.6.1.13, en la garganta ἔστιν ὅτε τινὸς ἄχνης πίμπλαται Hp.Int.1.
B otras realidades
I bot. πυρὸς ἄ.
1 especie de adelfilla o lauréola, Daphne oleoides Schreber, Dsc.4.171.
2 matapollo, torvisco, Daphne gnidium L., Dsc.4.172, Ps.Dsc.4.172.
II ἄχναν· τὴν οἴκησιν Hsch.
• Etimología: De una raíz *H2ekHu̯3- ‘paja’, ‘salvado’, rel. lit. akúotas ‘salvado’ y gót. ahana ‘salvado’ en diversos grados de la raíz.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
efflorescence à la surface d'un corps :
1 balle de blé, avoine, etc.
2 écume ; p. anal. ἄχνη οὐρανία SOPH rosée céleste (sur l'herbe) ; δακρύων ἄχνη SOPH larme qui perle;
3 poussière d'un métal.
Étymologie: DELG peu clair -- Babiniotis cf. lat. acus, all. Ähre « épi de blé ».
German (Pape)
[Seite 418] ἄχνα ion. u. ep. ἄχνη (vgl. χνόη, λάχνη, lanugo), das von der Oberfläche eines Körpers sich Ablösende, Abgenommene, z. B. Il. 5, 499 im plur., Spreu; vgl. Ar. Vesp. 92, wo Schol. τὸ λεπτομερὲς τοῦ στάχυος. Bes. ἁλός, der Schaumdes Meeres, Od. 5, 403; ohne ἁλός 12, 238 u. öfter; κύματος Ap. Rh. 2, 571; ὕδατος 4, 1238; übh. Wasser, Dion. Per. 693. 981; πυρὸς ἄχνη Aesch. frg. 370, Rauch; οὐρανία, himmlischer Thau, Soph. O. C. 687; δακρύων, die im Auge perlenden Thränen, Tr. 844; οἰνωπός, der schäumende Wein, Eur. Or. 115. – Bei Philip. 20 (VI, 102) ist es der zarte Flaum der Quitte. – Bei Plut. χαλκίτιδος, Erzstaub, Symp. 3, 10 g. E.
Russian (Dvoretsky)
ἄχνη: ἡ
1 мякина Hom., Aesop., Plut.;
2 пена (ἁλός Hom.): οἰνωπὸς ἄ. Eur. пенящееся вино;
3 роса (ἄ. οὐρανία Soph.): δακρύων ἄ. Soph. слезы;
4 дым (πυρός Aesch.);
5 пыль или опилки (τῆς χαλκίτιδος Plut.): ἄχνην Arph. чуточку;
6 налет или пушок (μήλου Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄχνη: Δωρ. ἄχνα, ἡ, (συγγενὲς τῷ λάχνη, Λατ. lana, lanugo)· πᾶν ὅ,τι ἀναβαίνει ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, πᾶν ἐλαφρὸν καὶ λεπτὸν πρᾶγμα. Ι. ἐπὶ ὑγρῶν, ἀφρὸς, παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τῆς θαλάσσης, «τὸ λεπτὸν καὶ ἀφρῶδες τοῦ ἔξω προσρηγνυμένου κύματος» (Εὐστ.) Ὀδ. Μ. 238, κ. ἀλλ.· ἁλὸς ἄχνη Ε. 403· οἰνωπὸς ἄχνη, ὁ ἀφρὸς τοῦ οἴνου, Εὐρ.Ὀρ. 115· ἄχνη οὐρανία, ἡ δρόσος τοῦ οὐρανοῦ (ἡ ἐπικαθημένη ἐπὶ τῆς χλόης, κτλ. κοιν. πάχνη), Σοφ. Ο. Κ. 681· δακρύων ἄχνη, τὰ ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἐπιπολάζοντα δάκρυα, ὁ αὐτ. Τρ. 849· ὡσαύτως ἄχνη πυρός, δηλ. καπνός, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 364. ΙΙ. ἐπὶ στερεῶν, τὸ λεπτὸν ἄχυρον (ὁ χνοῦς), τὸ ὁποῖον παρασύρει ὁ ἄνεμος κατᾶ τὴν λίκμησιν, ἐν τῷ πληθ., ὡς δ’ ἄνεμος ἄχνας φορέει Ἰλ Ε. 499· καρπόν τε καὶ ἄχνας αὐτόθι 501· ὁ ἐπὶ τῶν κοκκυμήλων, κυδωνίων ἤ μήλων, χνοῦς Ἀνθ. ΙΙ. β. 102· ἄχνη ὀθονίου κτλ., μοτός, ξαντόν, Ἰππ. π. Ἄρθρ. 802, Μοχλ. 845· ἄχνη χαλκίτιδος, κόνις χαλκοῦ, Πλούτ. 2. 659G. III. ἄχνην, κατ’ αἰτιατ., ὡς ἐπίρρ. ὀλίγον, «ἕνα κομματάκι», κἄν ἄχνην καταμύσῃ Ἀριστοφ. Σφ. 92.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
η (AM ἄχνη, Α και ἄχνα, δωρ. τ.)
1. αχνός, ατμός
2. λεπτή σκόνη από αλεύρι
3. σκόνη από μέταλλο
αρχ.
1. (για υγρό) αφρός (ιδίως της θάλασσας)
2. δροσιά, πάχνη
3. καπνός
4. το φλούδι που παρασύρει ο άνεμος κατά το λίχνισμα, το λεπτό άχυρο
5. ιατρ. εφίδρωση
6. γάζα από νήματα λινού υφάσματος, ξαντό
7. (η αιτ. ως επίρρ.) ἄχνην
λίγο, ελάχιστο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. άχνη συνδέεται συγχρόνως με τις λ. άχυρον (με διαφορετικό επίθημα) και αφρός. Η λ. άχνη απαντά στην Ιλιάδα και δηλώνει «το λεπτό φλούδι του σταριού», απ' όπου προέκυψαν οι μεταγενέστερες σημασίες «χνούδι κυδωνιού», «γάζα από λινό ύφασμα, ξαντό» (Ιπποκράτης), «λεπτότατο ύφασμα» (Σοφοκλής) και «σκόνη από μέταλλο» (Πλούταρχος). Στην ποίηση, επίσης, ο όρος άχνη χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει «τον αφρό», ιδίως της θάλασσας (Όμηρος), αλλά και του κρασιού (Ευριπίδης) και των δακρύων (Σοφοκλής). Τέλος, συνεκδοχικά στον Σοφοκλή δηλώνει και «τη δροσιά», ως ιατρικός όρος δε στον Ιπποκράτη «την εφίδρωση». Βλ. και λ. ακ-].
Greek Monotonic
ἄχνη: Δωρ. ἄχνα, ἡ, οτιδήποτε ανεβαίνει στην επιφάνεια,
I. αφρός, άφρισμα, λέγεται για τη θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για το κρασί, σε Ευρ.· ἄχνη οὐρανία, η δροσιά του ουρανού, σε Σοφ.· δακρύων ἄχνη, τα δροσερά δάκρυα, στον ίδ.
II. λέγεται για υγρά, άχυρο που παρασύρεται κατά το λίχνισμα, στον άνεμο, σε πληθ., σε Ομήρ. Ιλ.· χνούδι φρούτων, σε Ανθ.
III. ἄχνην στην αιτ. ως επίρρ., λίγο, κομματάκι, το μικρότερο κομμάτι, το ελάχιστο, σε Αριστοφ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: foam, froth; chaff (Il.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Cf. ἄχυρον chaff. Also, with different velar, Lat. agna (< *ac-nā) ear of corn, Goth. ahana chaff usw. (with the root of ἄκων). ἄχνη could have a suffix -snā (Schwyzer 327); for the -s- cf. ἀκοστή). Expressive aspiration (DELG s. ἄχωρ) seems improbable. But the connection with ἄχυρον (q.v.) shows that this is a Pre-Greek word.
Middle Liddell
anything that comes off the surface:
I. foam, froth, of the sea, Od.; of wine, Eur.; ἄχνη οὐρανία the dew of heaven, Soph.; δακρύων ἄχνη dewy tears, Soph.
II. of solids, the chaff that flies off in winnowing, in plural, Il.; the down on fruits, Anth.
III. ἄχνην in acc. as adv., a morsel, the least bit, Ar.
Frisk Etymology German
ἄχνη: {ákhnē}
Grammar: f.
Meaning: Spreu, Schaum, Flaum (poet. seit Il., auch Hp.).
Derivative: Davon ἀχνῶδες· ἄχνῃ ὅμοιον H.
Etymology: Zum Vergleich melden sich einerseits — mit anderem Suffix — ἄχυρον Spreu, anderseits — im Suffix dazu stimmend, aber im Guttural abweichend — lat. agna (aus *ac-nā) Ähre, got. ahana Spreu usw. (vgl. zu ἄκων). In letzterem Falle wäre also für ἄχνη eine Suffixform -snā (vgl. Schwyzer 327) anzusetzen mit Anlehnung an einen s-Stamm (vgl. zu ἀκοστή), falls man nicht Einfluß von ἄχυρον mit ursprünglicher Aspirata annehmen will. Weitere Lit. bei Bq und WP. 1, 30 m. A. 3. — Vgl. ἄχυρον.
Page 1,202
Mantoulidis Etymological
(=χνούδι). Ἴσως συγγενικό μέ τό ἄχυρο. Ρίζα ακ-.
Translations
foam
Afrikaans: skuim; Albanian: shkumë; Arabic: رَغْوَة, زَبَد, زَبَد البَحْر; Egyptian Arabic: ريم, رغوة; Hijazi Arabic: رَغْوَة, زَبَد; Moroccan Arabic: كشكوشة; Armenian: փրփուր; Aromanian: spumã; Assamese: ফেন, ফেনা; Azerbaijani: köpük; Bashkir: күбек; Basque: apar; Belarusian: пена; Bengali: ফেনা; Berber Tashelhit: aluffi; Bikol Central: subo; Bulgarian: пяна; Burmese: အမြှုပ်, အမြှုပ်; Catalan: escuma; Chepang: भोप्; Cherokee: ᎤᏬᎩᏟ; Cheyenne: é'távo; Chinese Mandarin: 泡沫, 沫, 泡; Chuvash: кӑпӑк; Czech: pěna; Dalmatian: sploima; Danish: skum; Dutch: schuim; Esperanto: ŝaŭmo; Estonian: vaht; Faroese: skúm; Fijian: vuso; Finnish: vaahto; French: écume, mousse; Friulian: sbrume; Galician: escuma, foula, babuxa, cachón, bogada, cuspia; Georgian: ქაფი; German: Schaum; Alemannic German: Schuum; Bavarian: schaum; Gothic: 𐍈𐌰𐌸𐍉; Greek: αφρός; Ancient Greek: ἀφρός, ἄχνη, ἄχνα, ἀφρισμός; Hawaiian: huʻa; Hebrew: קֶצֶף; Hindi: झाग, कोप, फेन; Hungarian: hab; Icelandic: froða; Ido: spumo; Indonesian: busa; Ingush: чоп; Irish: sobal, cúr; Italian: schiuma; Japanese: 泡, 泡; Kazakh: көбік, көпіршік; Khmer: ពពុះ; Korean: 거품; Kurdish Central Kurdish: کەف; Northern Kurdish: kef; Kyrgyz: көбүк; Lao: ຟອງ, ລະລອກ, ໂຟມ; Latin: spuma; Latvian: putas; Lezgi: каф; Lithuanian: puta; Low German German Low German: Schuum; Macedonian: пена; Malay: busa; Malayalam: പത; Maltese: ragħwa; Manchu: ᠣᠪᠣᠩᡤᡳ, ᡥᠣᡶᡠᠨ; Maori: hukanga, pūtai, pūpūtai; Middle English: fom; Mongolian: хөөс; Neapolitan: scumma; Norwegian Bokmål: skum; Nynorsk: skum; Occitan: escuma; Old English: fām; Oromo: hoomacha; Ossetian: фынк; Ottoman Turkish: كوپوك, كف; Persian: کف; Plautdietsch: Schum; Polish: piana; Portuguese: espuma; Romanian: spumă; Russian: пена; Samoan: piapia; Sanskrit: फेन; Sardinian: sprumma, spuma, ispruma; Scottish Gaelic: cobhar, cop; Serbo-Croatian Cyrillic: пена, пјена; Roman: pena, pjena; Shor: кӧбӱк; Sicilian: scuma; Slovak: pena; Slovene: pena; Spanish: espuma; Swahili: povu; Swedish: skum; Sylheti: ꠚꠦꠘ; Tagalog: bula; Tajik: кафк; Tamil: நுரை; Tarifit: kuffu; Tatar: күбек; Telugu: నురగ; Thai: ฟอง, โฟม; Turkish: köpük; Turkmen: köpük; Udmurt: шукы; Ukrainian: пі́на; Urdu: جھاگ; Uyghur: كۆپۈك; Uzbek: koʻpik; Venetian: sbiùma; Vietnamese: bọt; Wakhi: xuf; Walloon: schome; Welsh: ewyn; West Frisian: skom; White Hmong: npuas; Yagnobi: хаф; Yiddish: פּינע, שוים; Yámana: sia